Ένοχος ιατρός-γυναικολόγος για ανθρωποκτονία από αμέλεια (αποφ. 1057/16 ΑΠ)
Εγχείρηση υστερεκτομής. Ιατρός-γυναικολόγος δεν επέδειξε την προσοχή που όφειλε και που μπορούσε κατά τις περιστάσεις, δεδομένου ότι ήταν ιδιαιτέρως έμπειρος ιατρός και ότι επρόκειτο για εγχείρηση ρουτίνας. Ενδοκοιλιακή αιμοραγία. Θάνατος ασθενούς. Ένοχος για ανθρωποκτονία από αμέλεια.
Αριθμός 1057/2016 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσούλα Παρασκευά – Εισηγήτρια, Μαρία Χυτήρογλου, Αρτεμισία Παναγιώτου και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων 1. Α. – Α. Π. του Π., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κουκουράκη, 2. Ε. Σ. του Η., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κουκουράκη και 3. Π. Μ. του Κ., κατοίκου …, που παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Βασίλειο Ζορμά και Άγγελο Κωνσταντινίδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1391Α/2014 – 208/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Mε πολιτικώς ενάγοντες 1. Γ. Α. του Β., ατομικά και για λογαριασμό ανήλικου τέκνου του, κάτοικο …, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αναστάσιο Τελώνη και 2. Ε. Π. του Γ. κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Τελώνη.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: Α) από 20-5-2015 αίτησή αναιρέσεως, και Β) στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 4011/29-5-2015 αίτηση αναίρεσης και στους από 19 Νοεμβρίου 2015 πρόσθετους λόγους οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 595/2015.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι της αναίρεσης του αναιρεσείοντος Π. Μ..
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς συζήτηση: α) η από 20-5-2015 αίτηση του Α. – Α. Π., β) η από 20-5-2015 αίτηση του Ε. Σ., γ) η από 29-5-2015 αίτηση του Π. Μ. και δ) οι από 19-11-2015 πρόσθετοι λόγοι του τελευταίου για αναίρεση της με αριθμό 1391Α/2014 – 208/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, και οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της προδήλου μεταξύ αυτών συναφείας. 1) Αναιρεσείοντες: Ε. Σ. και 2) Α. – Α. Π.: Με τις κρινόμενες αναιρέσεις τους οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης με αριθμό 1391Α/2014 – 208/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ισχυριζόμενοι ότι, για την κατάφαση της ενοχής τους δεν έλαβε υπόψη του το δικάσαν δικαστήριο, όλα τα αποδεικτικά μέσα αλλά προέβη σε επιλεκτική εκτίμηση αυτών και συνακόλουθα εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις.
Επί του λόγου αυτού των αναιρέσεων πρέπει να λεχθούν τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 ΠΚ “όποιος επιφέρει από αμέλεια τον θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών” κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”.
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτά)ν προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράση η επιβαλλόμενη κατ” αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική,
β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξ αιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε.
Εν όψει αυτών, ποινική ευθύνη ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και που η ενέργεια του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας.
Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς απορρέει από το νόμο (άρθρο 24 α.ν. 1565/1939 “Περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος’ ), από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (β.δ. 156/6.7.1955 και ήδη ν. 3418/2005 “Περί κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας”) και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης.
Έτσι ελέγχεται ο κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψη του υπό την ανωτέρω ιδιότητα του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα ήταν κίνδυνος να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς, όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητας του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, όντας σε γνώση του ιστορικού και των συμπτωμάτων του ασθενούς και έχοντας τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή αυτά συμπτώματα και τις ακολουθούσες βλάβες που εμφανίζουν ασθενείς υποβαλλόμενοι σε ιατρική επέμβαση (ΑΠ.182/2015, ΑΠ.971/2013).
Περαιτέρω, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 28 Π.Κ., η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε συνειδητή, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε.
Ενόψει της διακρίσεως αυτής, το δικαστήριο της ουσίας όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφαση του με σαφήνεια ποίο από τα ανώτερο) δυο είδη αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ.
Τέλος, όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτους των άλλων κατά τα λόγο της αμέλειας που επιδείχτηκε από αυτό και εφ’ όσον, πάντως, το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και συνεπώς βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό.
Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσους. Τούτο δε γιατί η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά την αστική ευθύνη (Α.Π.230/2015).
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει λόγω αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ” ΚΠοινΔ όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής το)ν περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ” είδος προσδιορισμός τους, χωρίς και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από τον καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά.
Ακόμη δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα.
Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 472/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη με αριθμό 1391Α/2014 – 208/2015 απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Πατρών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες ανθρωποκτονίας από αμέλεια και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών τον καθένα, την οποία ανέστειλε επί τριετία.
Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, με τις από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά τα εξής: “H Β. Κ., ηλικίας 47 ετών, η οποία έπασχε από μηνομητρορραγίες λόγω ινομυωμάτων της μήτρας της, κατά μήνα Μάιο του έτους 2007 επισκέφθηκε, συνοδευόμενη από την αδελφή της και πολιτικώς ενάγουσα Ε. Π., τον πρώτο κατηγορούμενο Π. Μ., ιατρό χειρουργό, Διευθυντή της Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ”, προκειμένου να αντιμετωπισθεί από τον τελευταίο το άνω πρόβλημα της υγείας της με χειρουργική επέμβαση του είδους της κοιλιακής υστερεκτομής λόγω ινωμιοματώδους μήτρας.
Ο ανωτέρω ιατρός απολάμβανε της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης τόσο της ανωτέρω ασθενούς όσο και των οικείων αυτής (συζύγου και αδελφής) για την επιτυχή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, καθώς αυτός ήταν γνωστός της αδελφής της ασθενούς και διατελούσε προσωπικός ιατρός αυτής, όσον αφορά την ειδικότητα του, από εικοσαετίας περίπου. Κατά την διάρκεια της επίσκεψης συμφωνήθηκε η ημερομηνία της χειρουργικής επέμβασης, η οποία ορίσθηκε για την 22-6-2007 ημέρα Παρασκευή στην κλινική του ανωτέρω νοσοκομείου.
Έτσι στις 21-6-2007 ημέρα Πέμπτη, η ανωτέρω Β. Κ. εισήχθη στη Γυναικολογική Κλινική του ανωτέρω νοσοκομείου, στην οποία υποβλήθηκε σε προεγχειρητικό έλεγχο, κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση της υγείας της ήταν από κάθε άτποψη (παθολογική και καρδιολογική) φυσιολογική και γι αυτό άλλωστε κρίθηκε από το ιατρικό προσωπικό ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο, ανασταλτικό της συμφωνηθείσας χειρουργικής επέμβασης.
Έτσι την επόμενη ημέρα, ήτοι τις πρωινές ώρες της 22-6-2007, ημέρα Παρασκευή, ο πρώτος κατηγορούμενος, συνεπικουρούμενος από τους βοηθούς του Δ. Τ. και Κ. Κ., ειδικευόμενους ιατρούς, ενήργησε την προαναφερθείσα χειρουργική επέμβαση, παρουσία της ιατρού αναισθησιολόγου Ο. Π., ενώ από το νοσηλευτικό προσωπικό έλαβαν μέρος οι νοσηλεύτριες Κ. Τ. και Κ. Μ. Συγκεκριμένα, υπό γενική αναισθησία, έγινε κοιλιακή υστερεκτομή χωρίς τα εξαρτήματα και λύση των ενδοπεριτοναϊκών συμφύσεων.
Κατά τη διάρκεια του χειρουργείου χορηγήθηκαν στην ασθενή δύο μονάδες αίματος λόγω της προκληθείσας αιμορραγίας στη χειρουργηθείσα περιοχή. Μετά την ανάνηψη της, η ασθενής μεταφέρθηκε στο θάλαμο νοσηλείας αιμοδυναμικά σταθερή και με καλή διούρηση. Το μεσημέρι της ιδίας ημέρας περί ώρα -14:30’ , την επισκέφθηκε ο ενεργήσας την χειρουργική επέμβαση ιατρός και πρώτος κατηγορούμενος Κ. Μ., ο οποίος ενημέρωσε τους οικείους της (σύζυγο και αδελφή της) για την επιτυχή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης. Μάλιστα αυτός επέδειξε στην αδελφή της χειρουργηθείσας Ε. Π. φωτογραφική απεικόνιση της μήτρας της τελευταίας και καθησύχασε αυτήν περί της καλής μετεγχειρητικής πορείας της αδελφής της, της συνέστησε δε να βοηθήσει αυτήν να σηκωθεί το βράδυ.
Πράγματι η αδελφή της ασθενούς τις βραδινές ώρες της ιδίας ημέρας επιχείρησε να σηκώσει την αδελφή της Β. Κ. από το κρεβάτι, πλην όμως παρατήρησε ότι η τελευταία αδυνατούσε να πράξει αυτό και επιπλέον παρουσίασε λιποθυμική τάση. Το γεγονός αυτό, καίτοι ανησύχησε την αδελφή της ασθενούς, αυτή προσπάθησε να το δικαιολογήσει στον εαυτό της ως συμβάν της μετεγχειρητικής κατάστασης της ασθενούς.
Πέραν όμως της άνω παρατηρηθείσης αδυναμίας της ασθενούς, η τελευταία ήδη από την 15η ώρα της αυτής ημέρας παρουσίασε πυρετική κίνηση, η οποία σημείωσε άνοδο έως τη θερμοκρασία των 37,5 βαθμών κελσίου περί ώρα 18:00’ , οπότε της χορηγήθηκε από τον ειδικευόμενο ιατρό Κ. Χ., ο οποίος εφημέρευε και είχε επικεφαλής τον τρίτο κατηγορούμενο Α. Π., ιατρό χειρουργό, αναπληρωτή Διευθυντή της Κλινικής, και υπεύθυνο του τμήματος νοσηλείας ασθενών, που επίσης εφημέρευε, αντιβιοτική αγωγή Zinacef, με αποτέλεσμα ο πυρετός να σημειώσει πτώση στα φυσιολογικά επίπεδα θερμοκρασίας (36,8) περί ώρα 3η πρωινή της 23-6-2007.
Κατά την πρώτη αυτή μετεγχειρητική ημέρα, ο Γ. Ν., εφημερεύων ειδικευόμενος ιατρός, πραγματοποίησε λήψη αίματος από την ασθενή για τον μετεγχειρητικό έλεγχο της καταστάσεως της υγείας της. Από τις εξετάσεις αίματος που ακολούθησαν διαπιστώθηκε πτώση του αιματοκρίτη στο 26,1, ενώ κατά την αιματολογική εξέταση, κατά την είσοδο της στο νοσοκομείο, ο δείκτης του αιματοκρίτη ανερχόταν στο 36 και εκεί παρέμεινε κατά την έξοδο της από το χειρουργείο, όπου, όπως προαναφέρθηκε, μεταγγίστηκε με δύο μονάδες αίματος προς αναπλήρωση του απολεσθέντος.
Για το γεγονός αυτό της πτώσης του αιματοκρίτη οι δύο ειδικευόμενοι ιατροί Γ. Ν. και Κ. Κ. ενημέρωσαν τον δεύτερο κατηγορούμενο Ε. Σ., ιατρό χειρουργό μαιευτήρα γυναικολόγο και αναπληρωτή Διευθυντή της ανωτέρω Κλινικής, που εφημέρευε, ο οποίος έδωσε εντολή για επανάληψη των εξετάσεων αίματος την επόμενη ημέρα το πρωί. Παράλληλα η κλινική εικόνα της ασθενούς ομοίαζε με αυτήν της προηγούμενης ημέρας μετά τη μεταφορά της από το χειρουργείο στο θάλαμο νοσηλείας με κύρια χαρακτηριστικά την εξάντληση, την αδυναμία εγέρσεως και σταθεροποιήσεως σε οποιαδήποτε στάση (όρθια ή καθιστή), την αδυναμία κινήσεως, το κοιλιακό άλγος, τη δυσφορία, την ανορεξία και την ωχρότητα προσώπου, ενώ συνεχίστηκε η πυρετική διακύμανση από 36,4 έως 37,9.
Την επόμενη ημέρα στις 24-6-2007, ημέρα Κυριακή, ο ειδικευόμενος ιατρός Γ. Ν. πραγματοποίησε την προγραμματισθείσα νέα αιμοληψία, σύμφωνα με το αποτέλεσμα της οποίας, το οποίο εξήχθη τις απογευματινές ώρες, η τιμή του αιματοκρίτη ήταν ιδιαίτερα χαμηλή, αφού είχε κατέλθει στο 22,2. Παράλληλα τα προαναφερθέντα συμπτώματα της κλινικής εικόνας της ασθενούς έβαιναν επιδεινούμενα, σύμφωνα με τις καταθέσεις του συζύγου και της αδελφής της ασθενούς, οι οποίοι δεν έκρυβαν πια την ανησυχία τους και το φόβο τους για την έκβαση της υγείας της ασθενούς, γεγονός που ανάγκασε την αδελφή αυτής και πολιτικώς ενάγουσα Ε. Π. να επιχειρήσει να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς την 25-6-2007 ημέρα Δευτέρα με τον πρώτο κατηγορούμενο, που είχε ενεργήσει τη χειρουργική επέμβαση, πλην όμως αυτό δεν κατέστη εφικτό, καθόσον από την οικία του την πληροφόρησαν ότι αυτός απουσίαζε στο εξωτερικό και ήταν αδύνατη η επικοινωνία μαζί του.
Λόγω της σημαντικής πτώσης του αιματοκρίτη ενημερώθηκε εκ νέου ο δεύτερος κατηγορούμενος Ε. Σ. από τους ειδικευόμενους ιατρούς Γ. Ν. και Κ. Χ., μέσω των οποίων, μεταφέρθηκε στους οικείους της ασθενούς η σύσταση του ανωτέρω κατηγορουμένου να μην ανησυχούν, διότι η πτώση του αιματοκρίτη οφείλεται σε μετεγχειρητική αναιμία. Ο ίδιος δε ως άνω ειδικός ιατρός έδωσε εντολή για μετάγγιση στην ασθενή με δύο μονάδες αίματος, πράγμα που έλαβε χώρα περί ώρα 22:00’ , να γίνει εκκένωση του εντέρου με υποκλισμό, να της χορηγηθούν υγρά (σούπα) από το στόμα και να γίνει αλλαγή στην αντιβίωση σε Zinadol από το στόμα.
Παράλληλα ο πυρετός της. ασθενούς ανήλθε στο 38,2, συνοδευόμενος με ρίγος, ανθιστάμενος στα αντιπυρετικά. Στις 25-6-2007 ημέρα Δευτέρα ανέλαβε την ευθύνη του τμήματος νοσηλείας των ασθενών της κλινικής ο τρίτος κατηγορούμενος Α. Π.. Οι ειδικευόμενοι ιατροί Π. Κ. και Β. Π. το απόγευμα της ιδίας ημέρας παρέλαβαν τις πρωινές εξετάσεις αίματος της ασθενούς και βρέθηκε ότι το δείγμα της γενικής αίματος ήταν πήγμα, δηλαδή δείγμα ακατάλληλο, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος Ε. Σ., ο οποίος έδωσε εντολή για επανάληψη της εξέτασης αίματος την επόμενη ημέρα το πρωί, καθώς και για αλλαγή της αντιβιοτικής αγωγής από Zinadol σε Berserk δηλαδή σε ενδοφλέβια.
Η κατάσταση της υγείας της ασθενούς παρέμεινε αμετάβλητη, με επεισόδια ρίγους λόγω ανόδου του πυρετού στους 38 βαθμούς περί ώρα 24:00’ , ενώ ία προαναφερθέντα συμπτώματα κοιλιακού άλγους, εξαιρετικής αδυναμίας κίνησης, ωχρότητας του προσώπου κτλ παρέμειναν, και παράλληλα παρουσιάσθηκαν εκχυμώσεις στην κοιλιακή χώρα. Το γεγονός αυτό ενέτεινε περαιτέρω την ανησυχία των οικείων της ασθενούς και ιδίως της αδελφής της Ε. Π., η οποία την ίδια ημέρα (25-6-2007) τηλεφώνησε στην ιατρό μικροβιολόγο Σ. Δ. προκειμένου να επισκεφθεί στο νοσοκομείο την ασθενή αδελφή της Β. Κ. και πραγματοποιήσει αιμοληψία για εργαστηριακό έλεγχο, πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε για λόγους δεοντολογικούς.
Επιπλέον η ανωτέρω αδελφή της ασθενούς τηλεφώνησε στον γνωστό της ιατρό Ά. Γ., που ήταν υποδιοικητής στο ανωτέρω νοσοκομείο, να μεσολαβήσει στον δεύτερο κατηγορούμενο Ε. Σ. προκειμένου αυτός να την εξετάσει και να διενεργήσει υπερηχογράφημα κοιλίας η οποιαδήποτε άλλη εξέταση, απαραίτητη για την διαπίστωση της κατάστασης της υγείας της, καθόσον φοβόταν για εσωτερική αιμορραγία. Πράγματι την επόμενη ημέρα στις 26-6-2007 ημέρα Τρίτη, έλαβε χώρα τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του Α. Γ. και του ιατρού Ε. Σ., κατά την οποία ο πρώτος ζήτησε από τον δεύτερο να προβεί σε υπερηχογράφημα κοιλίας.
Τέτοια όμως ιατρική πράξη δεν έλαβε χώρα από τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος απλώς περιορίσθηκε σε επίσκεψη της ασθενούς, καθησυχάζοντας τους οικείους της ότι “όλα θα πήγαιναν καλά”, και ότι η ασθενής θα ελάμβανε εξιτήριο μετά από δύο ημέρες. Την ίδια ημέρα η τιμή του αιματοκρίτη ανήλθε στο 29,2, χωρίς ωστόσο να επηρεάζεται θετικά η συνολική κλινική εικόνα της ασθενούς η οποία παρουσίαζε τα ίδια συμπτώματα με τις προηγούμενες ημέρες, και να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά το πρόβλημα με οποιαδήποτε από τις εφαρμοζόμενες έως τότε ιατρικές πράξεις από τους εφημερεύοντες ειδικευμένους ιατρούς Ε. Σ. και Α. Π. (δεύτερο και τρίτο κατηγορούμενους), ενώ ο πυρετός ανήλθε στο 38,7, ο οποίος μάλιστα επισημάνθηκε ειδικά στο φύλλο πορείας της ασθενούς με την επισημείωση “προσοχή στη θερμοκρασία”.
Το βράδυ της 26ηζ Ιουνίου 2007 περί ώρα 12:00, ανέλαβε καθήκοντα αποκλειστικής νοσοκόμας της ασθενούς η Μ. Κ., κατά τις καταθέσεις της οποίας η ασθενής Β. Κ. ήταν ωχρή, διαμαρτυρόταν για δύσπνοια, ένιωθε βάρος και πίεση στην κοιλιακή χώρα, παραπονιόταν διαρκώς για αίσθημα βάρους στο επιγάστριο, το οποίο την εμπόδιζε να κοιμηθεί και της προκαλούσε έπειξη προς ούρηση.
Επιπλέον, η ασθενής δεν μπορούσε να πάει στην τουαλέτα και, ενώ η ανωτέρω αποκλειστική νοσοκόμα της έδινε το δοχείο νυκτός, αυτή δεν μπορούσε να ουρήσει. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω συμπτώματα η ασθενής τα είχε και πριν, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ. Κ., η οποία ενημέρωσε τις νοσηλεύτριες για την κακή κατάσταση της υγείας της ασθενούς. Στις 03.00 και 06.00 ώρες το πρωί η θερμομέτρηση έδειξε 36,3 και 36,2 βαθμούς, αντίστοιχα.
Ο εφημερεύων ιατρός της 26ης/6/2007 Κ. Χ. επισκέφθηκε τα μεσάνυχτα το θάλαμο νοσηλείας της ασθενούς, και, σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάσταση της υγείας της ήταν καλή. Περί ώρα 7.35’ της 27-6-2007 η ασθενής υπέστη καρδιοαναπνευστική ανακοπή και έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης από τον εφημερεύοντα ειδικευόμενο ιατρό Κ. Χ., μαζί με τις αναισθησιολόγους Ε. Π. και Μ. Π., και εντέλει επήλθε ο θάνατος της.
Ο θάνατος της Β. Κ. επήλθε συνεπεία ενδοκοιλιακής αιμορραγίας μετά από χειρουργική επέμβαση κοιλιακής υστερεκτομής, σύμφωνα με την …/28-9-2007 ιατροδικαστική έκθεση της Α. Τ., Ιατροδικαστή, Προϊσταμένης της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών, η οποία (ενδοκοιλιακή αιμορραγία) προήλθε, κατά την εκτίμηση της από τη χαλάρωση των απολινώσεων των αρτηριακών ή φλεβικών αγγείων, που θεωρείται ως η συνηθέστερη αιτία των μετεγχειρητικών αιμορραγιών, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει τι προκάλεσε τη χαλάρωση αυτή μετεγχειρητικά.
Στην εν λόγω ιατροδικαστική έκθεση, ως προς τη νεκροψία – νεκροτομή που έκανε στις 28-6-2007 προκειμένου να γνωματεύσει για την αιτία θανάτου της Β. Κ. αναφέρει: “Σωλήνες κοιλιακής παροχέτευσης, αλλά και ευρήματα ενδεικτικά προηγηθείσης τοποθέτησης τους, αν και αναζητήθηκαν, δεν ανευρέθησαν…Καρδία : βάρους 300 γρ. περίπου άνευ κακώσεων. Πρόσφατη παθολογοανατομική αλλοίωση, αν και ανεζητήθη, δεν διεπιστώθη. Κατά τη διάνοιξη των στεφανιαίων αγγείων δεν παρετηρήθησαν ουσιώδης αθηρωματικές αλλοιώσεις. Κοιλία : Αιμορραγιακή διαπότιση απάντων των ανατομικών δομών στην περιοχή της επεμβάσεως (υστερεκτομή με διατήρηση των εξαρτημάτων).
Εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας παρατηρείται ποσότητα ελευθέρου αίματος ίση με 1600 cm3 περίπου καθώς και αιματοπήγματα βάρους 750 γρ. περίπου, τα οποία παρατηρούνται και μεταξύ των εντερικών ελίκων. Ρήξη μεγάλου αγγείου δεν ανευρέθη. Ράμματα απολινώσεων δεν ανευρέθησαν ελεύθερα Νεφροί : εικόνα shok. Ουροδόχος Κύστη : Άνευ ούρων. ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Η συνηθέστερη αιτία της ενδοκοιλιακής αιμορραγίας μετά από υστερεκτομή (όταν αποκλεισθεί η ρήξη μεγάλου αγγείου) είναι η χαλάρωση των απολινώσεων αρτηριακών ή φλεβικών αγγείων και η διάχυτη αιμορραγία. Η ανεύρεση των αιματοπηγμάτων συνηγορεί υπέρ της εκδοχής της απώλειας αίματος μεγάλης διάρκειας…”.
Η ανωτέρω ιατροδικαστής κατέθεσε τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ότι η ως άνω ενδοκοιλιακή αιμορραγία ήταν διαρκής, επήλθε σε δύο φάσεις δηλαδή την 1η μετεγχειρητική ημέρα, και σε μία πιο έντονη φάση την παραμονή του θανάτου, με σαφή ελάττωση μεταξύ της 2ης έως 4ης ημέρας, αποκλειόμενης της πιθανότητας μεγάλης, αιφνίδιας, ραγδαίας και κατακλυσμιαίας αιμορραγίας μερικές ώρες πριν από το θάνατο της Β. Κ.. Με την εκτίμηση της ανωτέρω ιατροδικαστή συμφωνούν με τις καταθέσεις τους τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι μάρτυρες Σ. Μ., ιατροδικαστής, και Σ. Κ. ιδιώτης ιατρός χειρουργός, την εκτίμηση τους δε αυτή επιστηρίζουν στο γεγονός ότι κατά τη νεκροψία – νεκροτομή βρέθηκε αιματόπηγμά βάρους 750 γρ. περίπου, το οποίο χρειάσθηκε ορισμένες ημέρες για να οργανωθεί.
Την άποψη αυτή δέχεται και ο μάρτυρας Γ. Δ., καθηγητής Γυναικολογίας Μαιευτικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών, με την ειδικότητα του χειρουργού μαιευτήρα, ο οποίος μάλιστα επισημαίνει ότι το οργανωμένο αιματόπηγμά χρειάζεται αρκετές ημέρες για να “λυθεί” από τον οργανισμό του ανθρώπου.
Σύμφωνα δε με τους ανωτέρω ιατροδικαστές και τον ιδιώτη ιατρό χειρουργό Σ. Κ., η πτώση του δείκτη του αιματοκρίτη έως το 22,2, ήτοι συνολικά 14 μονάδες από τον δείκτη 36 που η θανούσα είχε όταν εξήλθε του χειρουργείου, σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα παραπάνω αναφερθέντα συμπτώματα, που ήταν διαρκή και έντονα στην ασθενή, θα έπρεπε να υποψιάσουν τους κατηγορούμενους θεράποντες ιατρούς Ε. Σ. και Α. Π. για το ότι μπορεί να υπάρχει αιμορραγία και να τους προσανατολίσουν στην ενέργεια των καταλλήλων ιατρικών πράξεων διαπίστωσης της εντάσεως της και της αντιμετώπισης της, και μια τέτοια ιατρική πράξη αποτελούσε η διενέργεια απεικονιστικού ελέγχου (υπερηχογραφήματος), με τον οποίο αμέσως θα διαπιστωνόταν η ύπαρξη ελεύθερου αίματος και αιματοπηγμάτων εντός του κοιλιακού κίτους και θα προέβαιναν στην αντιμετώπιση της αιμορραγίας με τον ιατρικά ενδεδειγμένο τρόπο, ιδίως με επανεπέμβαση και απολίνωση των αιμορραγούντων φλεβικών ή αρτηριακών αγγείων και δραστική μετάγγιση αίματος.
Δεν θα έπρεπε δε να καθησυχάσει τους ανωτέρω κατηγορουμένους το γεγονός ανόδου της τιμής του αιματοκρίτη στις 26-6-2007 στο 29,9, διότι τούτο συνέβη μετά τη μετάγγιση στην ασθενή των δύο μονάδων αίματος, η οποία, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο μάρτυρας Σ. Μ. “έδωσε μία ανάσα στην ασθενή”.
Στην ανωτέρω εκδοχή περί σταδιακής αιμορραγίας εναντιώθηκαν οι μάρτυρες Δ. Ψ. και Κ. Κ. ομότιμος καθηγητής της Ιατροδικαστικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο πρώτος, και ιατρός αναισθησιολόγος στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου ο δεύτερος, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η αιμορραγία προήλθε από ρήξη μεγάλου αγγείου, το οποίο δεν περιγράφηκε από την ιατροδικαστή, αφού αυτή στην έκθεση της δεν περιγράφει τι ακριβώς αντίκρυσε στο χειρουργικό πεδίο πέραν της περιγραφής των αγγείων που απολινώθηκαν στην περιοχή των τοιχωμάτων της κοιλίας, και το οποίο (μεγάλο αγγείο) αιμορράγησε τις τελευταίες ώρες πριν από το θάνατο της ασθενούς, όπως τούτο συνήγαγαν από το γεγονός ότι το προαναφερόμενο αιματόπηγμα των 750 γρ., αν είχε δημιουργηθεί από το Σάββατο έως την Κυριακή θα είχε ήδη λυθεί και δεν θα υπήρχε.
Υποστήριξαν δε ότι επιστημονικά είναι δυνατόν να δημιουργηθεί αμέσως αιματόπηγμα από τους αντιρροπιστικούς μηχανισμούς του οργανισμού και έφεραν ως παράδειγμα την περίπτωση τραυματία από Τροχαίο, στον οποίο, όταν διακομίζεται στο νοσοκομείο και εισέρχεται αμέσως στο χειρουργείο, ήδη διαπιστώνεται από τον χειρουργό η ύπαρξη αιματοπήγματος και ελεύθερου αίματος. Μία ενδιάμεση εκδοχή περί του θανάτου της ασθενούς διατύπωσε ο μάρτυρας Γ. Δ..
Σύμφωνα με τον τελευταίο πράγματι η αιμορραγία ήταν σταδιακή έως την Κυριακή και αιμορράγησε εκ νέου η ασθενής την Τρίτη, πλην όμως ο θάνατος της δεν προήλθε από την αιμορραγία αλλά από πνευματική εμβολή. Και όσον αφορά την εκδοχή της πνευμονικής εμβολής που προβάλλεται ως αιτία θανάτου από τον μάρτυρα Γ. Δ., αυτήν κατηγορηματικά απορρίπτουν οι ιατροδικαστές Α. Τ. και Σ. Μ., με την αιτιολογία ότι τα έμβολα θα ήταν ορατά στην πρώτη, η οποία, ούσα αυτή που είχε και τη σαφέστερη εικόνα του τι ακριβώς συνέβη στην κοιλία της θανούσης, ουδόλως αμφέβαλε ότι αιτία θανάτου της Β. Κ. είναι η αναφερόμενη στην έκθεση της ενδοκοιλιακή αιμορραγία.
Όσον αφορά δε την εκδοχή της επελθούσας κατακλυσμιαίας αιμορραγίας χρονικά εγγύς του θανάτου της ασθενούς, αυτή επίσης απορρίπτεται, αφού η ανωτέρω ιατροδικαστής Α. Τ. κατηγορηματικά κατέθεσε τόσον πρωτοδίκως όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και αναφέρει επίσης στην έκθεση της ότι “Ρήξη μεγάλου αγγείου δεν ανευρέθη”, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει την αιμορραγία κατά τους ανωτέρω ιατρούς, αν δε εύρισκε οτιδήποτε σχετικό θα το κατέγραψε στην έκθεση της νεκροψίας – νεκροτομής.
Περαιτέρω, όσον αφορά το αίτιο που προκάλεσε την σταδιακή ενδοκοιλιακή αιμορραγία, αυτό, κατά τους παραπάνω αναφερόμενους ιατρούς, μπορούσε να είναι η χαλάρωση των απολινώσεων αρτηριακών ή φλεβικών αγγείων, λόγω υποχώρησης του οιδήματος που δημιουργήθηκε στην περιοχή της τομής, ή λόγω αυξήσεως της πιέσεως του αίματος, όχι όμως και ιατρικό σφάλμα κατά τη χειρουργική επέμβαση, διότι, όπως αναφέρει η ανωτέρω ιατροδικαστής στην έκθεση της, “Ράμματα απολινώσεων δεν ανευρέθησαν ελεύθερα.
Ρήξη μεγάλου αγγείου δεν ανευρέθη”. Αντίθετη εκδοχή για την αιτία που προκάλεσε την ενδοκοιλιακή αιμορραγία διατυπώνουν οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι, υποστηρίζοντας ότι αυτή οφείλεται πράγματι σε ρήξη μεγάλου αγγείου, λόγω της εφαρμογής, ως μεθόδου αιμόστασης, από τον πρώτο κατηγορούμενο ιατρό χειρουργό Π. Μ. της ηλεκτρικής διαθερμίας (By klamp), την εφαρμογή της οποίας παρατήρησαν οι παραστάντες στο χειρουργείο ειδικευόμενοι ιατροί Ν. Κ. και Γ. Ν. καθώς και η νοσηλεύτρια (εργαλειοδότρια στο χειρουργείο) Κ. Μ., η οποία κατέθεσε ότι τη μέθοδο αυτή εφάρμοζε ο πρώτος κατηγορούμενος και σε άλλες χειρουργικές επεμβάσεις. Όμως η εκδοχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται ούτε από το πρακτικό του χειρουργείου ούτε από την ιατροδικαστική έκθεση της Α. Τ., η οποία επέμενε στις καταθέσεις της ότι, εάν είχε χρησιμοποιηθεί η ανωτέρω μέθοδος αιμόστασης, οπωσδήποτε θα είχε αντιληφθεί τούτο κατά τη νεκροψία – νεκροτομή.
Περαιτέρω, οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι, οι οποίοι, ως θεράποντες ιατροί, που ανέλαβαν τη νοσηλεία της Β. Κ. και εφημέρευαν κατά το κρίσιμο διάστημα της νοσηλείας της, αρνούνται ότι επέδειξαν αμελή συμπεριφορά στο μετεγχειρητικό στάδιο, και ισχυρίζονται ότι οι ιατρικές πράξεις που ενήργησαν ήταν οι ενδεδειγμένες επιστημονικά και προσαρμοσμένες στις περιστάσεις και συνθήκες του συγκεκριμένου ιατρικού περιστατικού.
Έτσι και σε λήψη αίματος επανειλημμένα προέβησαν και μετάγγιση αίματος πραγματοποίησαν στην ασθενή, όταν ο δείκτης του αιματοκρίτη κατήλθε στο 22,2 και αντιβιοτική αγωγή χορήγησαν, προσαρμόζοντας αυτή κάθε φορά στις ανάγκες του συγκεκριμένου περιστατικού.
Ουδεμία όμως πειστική εξήγηση έδωσαν γιατί δεν υπέβαλαν την ασθενή σε απεικονιστικούς ελέγχους ή σε οποιαδήποτε άλλη πρόσφορη διαγνωστική μέθοδο, όταν αντιλαμβάνονταν ότι η σύμφωνη με τη διάγνωση τους περί μετεγχειρητικής αναιμίας, μάλλον ακολουθούμενη συνολική θεραπευτική αγωγή δεν αντιμετώπιζε τα συμπτώματα και την αιτία τους, όπως κοιλιακό άλγος, ταχύπνοια, ωχρότητα προσώπου, αδυναμία κίνησης, που επέμεναν να ενοχλούν την ασθενή καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας της και προκαλούσαν αρχικά ανησυχία και ακολούθως έντονο φόβο στους οικείους της, οι οποίοι τους ζητούσαν επίμονα να προβούν σε απεικονιστικό έλεγχο (υπερηχογράφημα), με τη μεσολάβηση μάλιστα του προαναφερθέντος ιατρού Α. Γ., πράγμα που μαρτυρά ότι δεν ελάμβαναν σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες των οικείων της ασθενούς από την δυσμενή εξέλιξη της υγείας της, την οποία, μόνοι αυτοί, φαίνεται, ότι αντιλαμβάνονταν.
Συνακόλουθα όλων των ανωτέρω, ο θάνατος της Β. Κ. οφείλεται κατ’ αρχήν σε αμέλεια (μη συνειδητή) του δεύτερου και του τρίτου κατηγορουμένου, οι οποίοι, ως θεράποντες ιατροί, που ανέλαβαν, ως υπεύθυνοι, τη νοσηλεία της ανωτέρω ασθενούς και εφημέρευαν, ο δεύτερος στις 23, 24, 25, 26 και 27/6/2007 και ο τρίτος, υπεύθυνος του Τμήματος νοσηλείας ασθενών, που εφημέρευε στις 22/6/2007, 25/6/2007, 26/6/2007 και 27/6/2007 αν και ήταν υπόχρεοι συνεπεία του επαγγέλματος τους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, έχοντας τόσο από τις κείμενες διατάξεις περί ιατρικής δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) και τα άρθρα 13 και 24 του ΑΝ 1565/1939, “Κώδικας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος”, ως εκ της έννομης θέση τους ως νοσοκομειακών ιατρών σε κρατικό νοσοκομείο, όσο και από την εγγυητική τους θέση απέναντι στην ασφάλεια της ζωής της συγκεκριμένης ασθενούς.
Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος της ανθρωποκτονίας των ασθενών του νοσοκομείου, από αμέλεια τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, ως μέσοι συνετοί ιατροί, με την ειδικότητα του χειρουργού μαιευτήρα γυναικολόγου ο καθένας, ενώ γνώριζαν από τον ιατρικό φάκελο της ασθενούς, τις επισκέψεις, την ενημέρωση που είχαν από τους ανωτέρω ειδικευόμενους ιατρούς, και τα πραγματικά περιστατικά για τη χειρουργική επέμβαση και Ιδιαίτερα ότι :
1) η αποβιώσασα Β. Κ. προεγχειρητικά είχε συνήθη αιματοκρίτη 40,3 και μετά την αιματολογική εξέταση στο νοσοκομείο και την έξοδο της από το χειρουργείο 36,
2) κατά τη διάρκεια της επέμβασης έλαβε δύο φιάλες αίματος προς αναπλήρωση της απολεσθείσας ποσότητας,
3) ο αιματοκρίτης είχε πτώση την επόμενη ημέρα (23-6-2007) της εγχείρησης σε 26,1 και την μεθεπόμενη (24-6-2007) σε 22,2, όταν το κατώτατο όριο των φυσιολογικών τιμών είναι τουλάχιστον 36, δηλωτικό και απόδειξη απώλειας μεγάλης ποσότητας αίματος και επικίνδυνης αιμορραγίας που απαιτούσε άμεση αντιμετώπιση,
4) μετά την χορήγηση στις 24/6/2007 δύο φιαλών αίματος, ο νέος και κρίσιμος αιματολογικός έλεγχος στις 25-6-2007 υπήρξε απρόσφορος και αδύνατος, αφού το αποτέλεσμα αυτού ήταν πήγμα, γεγονός που έπρεπε να ανησυχήσει ιδιαιτέρως τους κατηγορουμένους, δεδομένης και της απώλειας αίματος των δύο προηγούμενων ημερών και που επέβαλε σ’ αυτούς να σπεύσουν αμέσως σε επανέλεγχο και με επαναλαμβανόμενες αιμοληψίες ανά τρίωρο, έτσι ώστε να διερευνηθεί και διαπιστωθεί ευχερώς η ύπαρξη και η ένταση της αιμορραγίας, σε σύγκριση Των αποτελεσμάτων των διαδοχικών αιμοληψιών,
5) στις 26-6-2007 η τιμή του αιματοκρίτη ήταν 29,2 και τα λευκά αιμοσφαίρια ήταν 11.000, αντί των φυσιολογικών τιμών 4.000 – 10.000,
6) ο πυρετός επέμενε, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη εστίας μόλυνσης,
7) ο πυρετός σημείωσε αιφνίδια παύση από 38,3 (στις 9 μμ. της 26-6-2007), σε 36,8 (στις 12 το μέσον.) και 36,3 (στις 3 π.μ της 27-6-2007) και 36,2 (στις 6 π.μ της ιδίας ημέρας), και
8) η κλινική εικόνα της ασθενούς καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας της χαρακτηριζόταν από αδυναμία κίνησης, όρθιας ή καθιστής στάσης, έντονη επιθυμία κατάκλισης και διάθεση υπνηλίας, πόνους στην περιοχή της επέμβασης, ωχρότητα προσώπου, δυσφορία, ταχύπνοια και εκχυμώσεις στην κοιλιακή χώρα, παρά τα ανωτέρω δεδομένα, τα οποία αποτελούσαν σαφή στοιχεία ταχείας αρνητικής εξέλιξης της κατάστασης της υγείας της ασθενούς, η οποία σημειωτέον ήταν μία πολύ ζωντανή και υγιής γυναίκα, σχετικά μικρής ηλικίας, τα οποία (ως άνω δεδομένα) εγκυμονούσαν κίνδυνο για τη ζωή της, ο οποίος επιβεβαιώθηκε από τον επελθόντα θάνατο της, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, κατά παράβαση του αντικειμενικά επιβαλλόμενου καθήκοντος επιμέλειας που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος τους, αλλά και των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, τέχνης και εμπειρίας, παρέλειψαν :
α) να αξιολογήσουν ορθά την προαναφερθείσα κλινική εικόνα της ασθενούς καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας της σε συνδυασμό και με τα αιματολογικά ευρήματα των εξετάσεων της και ειδικότερα την κατακόρυφη, πολύ κάτω των ελάχιστων φυσιολογικών τιμών, πτώση της τιμής του αιματοκρίτη (26,1 στις 23-6-2007 και 22,2 στις 24-6-2007, την δε 25-6-2007 πήγμα), που αποτελούσαν σαφείς ενδείξεις και συμπτώματα της απώλειας αίματος. Η ύπαρξη αιμορραγίας στις δύο πρώτες μετεγχειρητικές ημέρες αποδεικνύεται και επιβεβαιώνεται πέραν των χαμηλών τιμών του αιματοκρίτη και από την ανεύρεση αιμοπηγμάτων βάρους 750 γρ. κατά τη νεκροψία – νεκροτομή.
Εάν οι κατηγορούμενοι είχαν αξιολογήσει την κλινική εικόνα της ασθενούς και κυρίως τα εργαστηριακά ευρήματα και είχε εκτιμηθεί η πτώση του αιματοκρίτη ως δηλωτική αιμορραγίας και είχε αντιμετωπισθεί ιατρικώς αυτή, θα είχε αποφευχθεί η συνέχιση της αιμορραγίας και αυτή της τελευταίας ημέρας 26/6/2007 και ο συνεπεία αυτής επελθών θάνατος της.
2) να υποβάλλουν αμέσως την ασθενή σε απεικονιστικό έλεγχο (ακτινοσκόπηση, υπερηχογράφημα, αξονική και μαγνητική τομογραφία, σπινθηρογράφημα κτλ.) ή σε οποιαδήποτε άλλη διαγνωστική μέθοδο, πρόσφορη για τη διάγνωση της αρνητικής εξέλιξης της νοσηλείας της και προπαντός της αιμορραγίας και τυχόν εστίας μόλυνσης. Οι άνω απεικονιστικοί έλεγχοι επιβαλλόταν να είναι καθημερινοί και επαναλαμβανόμενοι, κάθε τρείς ώρες σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της και ιδίως από την επόμενη ημέρα της εγχειρήσεως, όταν διαπιστώθηκε για πρώτη φορά η μεγάλη πτώση του αιματοκρίτη, οπότε οι κατηγορούμενοι αξιολογώντας τα κλινικά δεδομένα και τα εργαστηριακά ευρήματα θα έπρεπε με βεβαιότητα να διαπιστώσουν την ύπαρξη εσωτερικής αιμορραγίας.
Εάν γινόταν απεικονιστικός έλεγχος ακόμη και την 26-6-2007, η ασθενής Β. Κ. θα σωζόταν, αφού, όπως προκύπτει από τη συνταχθείσα ιατροδικαστική έκθεση, κατά τη νεκροψία – νεκροτομή διαπιστώθηκε αιμορραγική διαπότιση απάντων των ανατομικών δομών στην περιοχή της επέμβασης (υστερεκτομή με διατήρηση των εξαρτημάτων) και εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας παρατηρείται ποσότητα ελεύθερου αίματος ίση με 1600 cm3 περίπου, η ύπαρξη δε της μεγάλης αυτής ποσότητας ελεύθερου αίματος, πρόσφατου αίματος, αποδεικνύει ότι την ημέρα αυτή, τελευταία της ζωής της ασθενούς, υπήρξε μεγάλη αιμορραγία, την οποία οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ουδόλως διερεύνησαν.
3) να προβούν σε καθημερινούς και επαναλαμβανόμενους, ανά τρίωρο, αιματολογικούς ελέγχους του αιματοκρίτη της ασθενούς, σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της, ιδιαίτερα δε μετά τη μετάγγιση σ’ αυτήν δύο φιαλών αίματος που έγινε στις 23-6-2007, μετά τη διαπίστωση της κατακόρυφης πτώσης του αιματοκρίτη, και
4) να προβούν στην αντιμετώπιση της αιμορραγίας με τον ιατρικά ενδεδειγμένο τρόπο, ιδίως με επανεπέμβαση και απολίνωση των αιμορραγούντων φλεβικών ή αρτηριακών αγγείων και δραστική μετάγγιση αίματος στην ασθενή, με τις οποίες, με βεβαιότητα, έστω και τις τελευταίες ημέρες της νοσηλείας της, 26-6-2007 και 27-6-2007, θα είχε αποφευχθεί ο θάνατος της. Αποτέλεσμα των συνδεδεμένων ως άνω παραλείψεων των κατηγορουμένων ήταν να συνεχισθεί η ενδοκοιλιακή αιμορραγία της ασθενούς, η οποία είχε αρχίσει μετά τη χειρουργική επέμβαση, καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας της και μέχρι το θάνατο της στις 27/6/2007, αποτέλεσε δε αυτή (αιμορραγία) την μόνη ενεργό αιτία του θανάτου της.
Έτσι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι με τις προδιαληφθείσες παραλείψεις τους και την εν γένει αμελή συμπεριφορά τους συνετέλεσαν στην επέλευση του θανάτου της ασθενούς Β. Κ. στις 27-6-2007. Επομένως, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που τους αποδίδεται, όπως ορίζεται στο διατακτικό”.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους ως αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους του ότι: “Στην Πάτρα, στις 22-6-2007, 23-6-2007, 24-6-2007, 25-6-2007, 26-6-2007 και 27-6-2007, από αμέλεια τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν επέφεραν τον θάνατο της Β. Κ., χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα, που παράχθηκε από την παρακάτω πράξη τους, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος αυτού και παρά το γεγονός ότι συνεπεία του επαγγέλματος τους ήταν υπόχρεοι σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή.
Ειδικότερα ως θεράποντες ιατροί, που ανέλαβαν ως υπεύθυνοι, τη νοσηλεία της Β. Κ. και εφημέρευαν, ο Ε. Σ. στις 23, 24, 25, 26 και 27/6/2007, ο οποίος επιπλέον ως αναπληρωτής Διευθυντής της Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ” αναπλήρωνε τον απουσιάζοντα Διευθυντή Π. Μ., και ο Α. Π., ως αναπληρωτής Διευθυντής της ανωτέρω Κλινικής και υπεύθυνος του Τμήματος νοσηλείας ασθενών, που εφημέρευε στις 22-6-2007, 25-6-2007, 26-6-2007 και 27-6-2007.
Αν και ήταν υπόχρεοι συνεπεία του επαγγέλματος τους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, έχοντας τόσο από τις κείμενες διατάξεις περί ιατρικής δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) και τα άρθρα 13 και 24 του ΑΝ 1565/1939 “Κώδικας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος”, ως εκ της έννομης θέσης τους ως νοσοκομειακών ιατρών σε κρατικό νοσοκομείο, όσο και από την εγγυητική τους θέση απέναντι στην ασφάλεια της ζωής της ανωτέρω ασθενούς, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος της ανθρωποκτονίας των ασθενών του νοσοκομείου, από αμέλεια τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, ως μέσοι συνετοί ιατροί, με την ειδικότητα του χειρουργού μαιευτήρα γυναικολόγου ο καθένας, ενώ γνώριζαν από τον ιατρικό φάκελο, τις επισκέψεις και την εξέταση της ασθενούς τα πραγματικά περιστατικά για την χειρουργική επέμβαση και τη μετεγχειρητική εξέλιξη της νοσηλείας της ασθενούς και ιδιαίτερα τα ακόλουθα:
1). Ότι προεγχειριτικά είχε συνήθη αιματοκρίτη 40,3 και κατά την αιματολογική εξέταση στο νοσοκομείο 36,
2). Ότι κατά την διάρκεια της επέμβασης έλαβε δύο φιάλες αίματος προς αναπλήρωση της απωλεσθείσας ποσότητας,
3). Ότι ο αιματοκρίτης είχε πτώση την επομένη της εγχείρησης (23/06/2007), σε 26,1 και την μεθεπόμενη (24/06/2007) σε 22,2, όταν το κατώτατο όριο των φυσιολογικών τιμών είναι τουλάχιστον 36, δηλωτικό και απόδειξη απώλειας μεγάλης ποσότητας αίματος και επικίνδυνης αιμορραγίας που απαιτούσε άμεση αντιμετώπιση,
4). Ότι μετά την χορήγηση την 24/06/2007 δύο φιαλών αίματος, ο νέος και κρίσιμος αιματολογικός έλεγχος την 25/06/2007 υπήρξε απρόσφορος και αδύνατος, αφού το αποτέλεσμα αυτού ήταν πήγμα, γεγονός που έπρεπε να ανησυχήσει ιδιαιτέρως τους κατ/νους, δεδομένης και της απώλειας αίματος των δύο προηγούμενων ημερών, που επέβαλε σ’ αυτούς να σπεύσουν αμέσως σε επανέλεγχο με επαναλαμβανόμενες αιμοληψίες ανά τρίωρο, έτσι ώστε να διερευνηθεί και να διαπιστωθεί ευχερώς η ύπαρξη και η ένταση της αιμορραγίας, με σύγκριση των αποτελεσμάτων των διαδοχικών αιμοληψιών,
5). Ότι την 26/06/2007 η τιμή του αιματοκρίτη ήταν 29,2 και τα λευκά αιμοσφαίρια ήταν 11.000, αντί των φυσιολογικών τιμών 4.000 – 10.000,
6). Ότι ο πυρετός επέμενε, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη εστίας μόλυνσης,
7). ότι ο πυρετός σημείωσε αιφνίδια παύση από 38,3 -στις 9 μμ της 26/06/2007, σε 36,8 στις 12 μέσον, 36,3 στις 3 πμ της 27/06/2007 και 36,2 στις 6 πμ της ίδιας ημέρας και
8). Ότι η κλινική εικόνα της ασθενούς καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας της χαρακτηριζόταν από αδυναμία κίνησης, όρθιας ή καθιστής στάσης, έντονη επιθυμία κατάκλισης και διάθεση υπνηλίας, πόνους στην περιοχή της επέμβασης, ωχρότητα προσώπου, δυσφορία, ταχύπνοια και εκχυμώσεις στην κοιλιακή χώρα.
Παρά τα ανωτέρω δεδομένα, τα οποία αποτελούσαν σαφή στοιχεία ταχείας αρνητικής εξέλιξης της κατάστασης της υγείας της ασθενούς και τα οποία εγκυμονούσαν κίνδυνο για τη ζωή της, ο οποίος επιβεβαιώθηκε και από τον επελθόντα θάνατο της, οι κατ/νοι, κατά παράβαση του αντικειμενικά επιβαλλόμενου καθήκοντος επιμέλειας αλλά και των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, τέχνης και εμπειρίας, παρέλειψαν:
1).Να αξιολογήσουν την προαναφερθείσα κλινική εικόνα της ασθενούς σε όλη την διάρκεια της νοσηλείας της σε συνδυασμό και με τα αιματολογικά ευρήματα των εξετάσεων της και ειδικότερα την κατακόρυφη, πολύ κάτω των ελάχιστων φυσιολογικών τιμών, πτώση της τιμής του αιματοκρίτη (23/06/2007 τιμή 26,1 και 24/06/2007 τιμή 22,2, την δε 25/06/2007 πήγμα) που αποτελούσαν σαφείς ενδείξεις και συμπτώματα της συνεχιζόμενης απώλειας αίματος. Η ύπαρξη αιμορραγίας στις δύο πρώτες μετεγχειρητικές μέρες αποδεικνύεται και επιβεβαιώνεται πέραν των χαμηλών τιμών του αιματοκρίτη και από την ανεύρεση αιμοπηγμάτων (δηλαδή ‘ παλαιών’ αιμάτων), βάρους 750 γραμ. κατά την νεκροψία της θανούσας, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. Πρωτ. …/2007 Ιατροδικαστική Έκθεση.
Εάν οι κατ/νοι είχαν αξιολογήσει την κλινική εικόνα της ασθενούς και κυρίως τα εργαστηριακά ευρήματα και είχε εκτιμηθεί η πτώση του αιματοκρίτη ως δηλωτική αιμορραγίας και είχε αντιμετωπισθεί ιατρικώς αυτή, θα είχε αποφευχθεί η συνέχιση της αιμορραγίας και αυτή της τελευταίας ημέρας 26/026/2007 και ο συνεπεία αυτής επελθών θάνατος της.
2). Να υποβάλουν αμέσως την ασθενή σε απεικονιστικό έλεγχο (ακτινοσκόπηση, υπερηχογράφημα, αξονική και μαγνητική, σπινθηρογράφημα κλπ) ή σε οποιαδήποτε άλλη διαγνωστική μέθοδο, πρόσφορη για τη διάγνωση της αρνητικής εξέλιξης της νοσηλείας της και προπαντός της αιμορραγίας και τυχόν εστίας λοίμωξης. Οι απεικονιστικοί αυτοί έλεγχοι επιβαλλόταν να είναι καθημερινοί και επαναλαμβανόμενοι, κάθε τρεις ώρες σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της και ιδιαίτερα από την επόμενη μέρα τη εγχείρησης, όταν διαπιστώθηκε για πρώτη φορά η μεγάλη πτώση του αιματοκρίτη, οπότε οι κατ/νοι, αξιολογώντας τα κλινικά δεδομένα και τα εργαστηριακά ευρήματα θα έπρεπε με βεβαιότητα να διαπιστώσουν την ύπαρξη εσωτερικής αιμορραγίας.
Εάν γινόταν απεικονιστικός έλεγχος ακόμη και την 26/06/2007, η Β. Κ. θα σωζόταν, αφού όπως προκύπτει και από την Ιατροδικαστική Έκθεση, κατά την νεκροψία διαπιστώθηκε αιμορραγική διαπότιση όλων των ανατομικών δομών της περιοχής της επεμβάσεως (υστερεκτομή με διατήρηση των εξαρτημάτων) και εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας παρατηρείται ποσότητα ελεύθερου αίματος, ίση με 1.600cm3, περίπου. Η ύπαρξη αυτής της μεγάλης ποσότητας ελεύθερου αίματος, πρόσφατου αίματος, αποδεικνύει ότι την ημέρα αυτή, τελευταία της ζωής της ασθενούς, υπήρξε μεγάλη αιμορραγία, την οποία οι κατ/νοι ουδόλως διερεύνησαν.
3). Να προβούν σε καθημερινούς και επαναλαμβανόμενους, ανά τρίωρο, αιματολογικούς ελέγχους του αιματοκρίτη της ασθενούς σε όλη την διάρκεια της νοσηλείας της, ιδιαίτερα δε μετά τη μετάγγιση σ’ αυτή δύο φιαλών αίματος που έγινε την 23/06/2007, μετά την διαπίστωση της κατακόρυφης πτώσης του αιματοκρίτη και
4). Να προβούν στην αντιμετώπιση της αιμορραγίας με τον ιατρικά ενδεδειγμένο τρόπο, ιδίως με επανεπέμβαση και απολίνωση των αιμορραγούντων φλεβικών ή αρτηριακών αγγείων και δραστική μετάγγιση αίματος στην ασθενή με τις οποίες, με βεβαιότητα, έστω και τις τελευταίες ημέρες της νοσηλείας της, 26/06/2007 και 27//06/2007, θα είχε αποφευχθεί ο θάνατος της. Αποτέλεσμα των συνδεδεμένων παραλείψεων των ανωτέρω κατ/νων ήταν να συνεχισθεί η ενδοκοιλιακή αιμορραγία της ασθενούς η οποία είχε αρχίσει αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας της και μέχρι το θάνατό της, την 27-6-2007, ήταν δε αυτή (αιμορραγία) η μόνη ενεργός αιτία του θανάτου της”.
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όσον αφορά τους παραπάνω αναιρεσείοντες, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι άνω αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 παρ. 1 ΠΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλ. ή αντιφατική αιτιολογία.
Ειδικότερα το δικάσαν Εφετείο: Α) εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά των αναιρεσειόντων και συνιστούν παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, εντοπιζόμενη στις παραλείψεις των αναιρεσειόντων ως θεραπόντων ιατρών που ανέλαβαν ως υπεύθυνοι, τη νοσηλεία της Β. Κ., μετά τη χειρουργική επέμβαση υστερεκτομής από τον ιατρό χειρουργό Π. Μ.:
α) να αξιολογήσουν την κλινική εικόνα αυτής, η οποία παρουσίαζε μετά την εγχείρηση αδυναμία κίνησης, έντονη επιθυμία κατάκλισης και διάθεση υπνηλίας, πόνους στην περιοχή της επέμβασης, ωχρότητα προσώπου, δυσφορία, ταχύπνοια και εκχυμώσεις στην κοιλιακή χώρα, που έδειχναν επιδείνωση της κατάστασης της ασθενούς σε συνδυασμό με τα εργαστηριακά ευρήματα των εξετάσεων και δη την κατακόρυφη, πολύ κάτω των ελαχίστων φυσιολογικών τιμών, πτώση της τιμής του αιματοκρίτη, παρά τις μεταγγίσεις αίματος, που αποτελούσαν σαφείς ενδείξεις και συμπτώματα απώλειας μεγάλης ποσότητας αίματος και επικίνδυνης αιμορραγίας, που απαιτούσε άμεση αντιμετώπιση,
β) να υποβάλουν αμέσως την ασθενή σε απεικονιστικό έλεγχο (ακτινοσκόπηση, υπερηχογράφημα, αξονική κλπ) ή σε οποιαδήποτε άλλη διαγνωστική μέθοδο, οπότε θα διαπιστώνετο η ύπαρξη αιμορραγίας,
γ) να προβούν σε καθημερινούς και επαναλαμβανόμενους αιματολογικούς ελέγχους του αιματοκρίτη της ασθενούς, ιδιαίτερα δε μετά τη μετάγγιση σ’ αυτή δύο φιαλών αίματος και δ) να προβούν στην αντιμετώπιση της αιμορραγίας με τον ιατρικά ενδεδειγμένο τρόπο, ιδίως με επανεπέμβαση και απολίνωση των αιμορραγούντων φλεβικών ή αρτηριακών αγγείων και δραστική μετάγγιση αίματος, με τις οποίες, με βεβαιότητα, θα είχε αποφευχθεί ο θάνατος της ανώτερο) ασθενούς.
Αποτέλεσμα των συνδεδεμένων παραλείψεων των άνω κατηγορουμένων, ήδη αναιρεσειόντων ήταν να συνεχισθεί η ενδοκοιλιακή αιμορραγία της ασθενούς, η οποία είχε αρχίσει αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση, από την οποία ως μόνη ενεργό αιτία επήλθε ο θάνατος αυτής.
Β) εξέθεσε τη δυνατότητα των κατηγορουμένων – αναιρεσειόντων να προβλέψουν το αποτέλεσμα που επήλθε από τις παραλείψεις τους, δηλαδή το μη έγκαιρο εντοπισμό της ενδοκοιλιακής αιμορραγίας και τη μη άμεση αντιμετώπιση της.
Γ) Διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αμελούς ως άνω συμπεριφοράς τους και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου της ασθενούς Β. Κ. και
Δ) εξέθεσε τη μορφή της υπαιτιότητας αυτών, που είναι η μη συνειδητή αμέλεια (μη πρόβλεψη του αξιοποίνου αποτελέσματος), την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τους και τους κανόνες της ιατρικής δεοντολογίας από τις οποίες απορρέει αυτή. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, αφού:
α) Το δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως και ιδίως από την εκτεταμένη αναφορά της, μάλιστα και κατ’ είδος, στα ληφθέντα υπόψη, συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία και δεν προέβη σε επιλεκτική εκτίμηση αυτών,
β) δεν ήταν απαραίτητη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. ούτε απαιτείτο να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης του.
Εξάλλου το ότι εξαιρούνται ορισμένες εξ αυτών δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, Γ) δεν προκύπτει ελλειπτική ή αντιφατική αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα κρίσιμα για την ενοχή των αναιρεσειόντων πραγματικά περιστατικά.
Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις των ως άνω αναιρεσειόντων, κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως είναι ανέλεγκτη αναιρετικά είναι απαράδεκτες επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, προσβαλλόμενος μοναδικός λόγος των άνω αναιρεσείων με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν οι ως άνω κρινόμενες αναιρέσεις ως αβάσιμες. Β) Αναιρεσείων: Π. Μ.. Με την αριθμό 1391Α/2014 – 208/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών ο αναιρεσείων Π. Μ., κηρύχθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας από αμέλεια με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών η οποία ανεστάλη επί τριετία.
Κατά της αποφάσεως αυτής με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ο ως άνω αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναιρέσεως αυτής α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) την υπέρβαση εξουσίας.
Με τους πρόσθετους λόγους που κατάθεσε ο αναιρεσείων επικαλείται και πάλι, ως λόγους την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επί των λόγων αυτών πρέπει να λεχθούν τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 περ. β του ν. 2408/1996, ορίζει ότι “η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη”.
Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση, δεδομένου, μάλιστα, ότι, με την απαγγελία της αθωωτικής αποφάσεως στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας. καθώς και στα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση τον μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου (Ολ ΑΠ 9/2005).
Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως (ΑΠ.681/2015,Α.Π.285/2015) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ’ αυτήν πρακτικά, το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την παρεμπίπτουσα υπ’ αρίθμ.1391 α/1014 απόφαση του, απέρριψε τον ισχυρισμό που πρόβαλε εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικώς, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Π. Μ., περί απαραδέκτου της εφέσεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών κατά της υπ’ αριθμ. 1880/12-9-2013 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών και δέχθηκε τυπικώς την έφεση αυτού, στη συνέχεια δε, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο – αναιρεσείουσα ανθρωποκτονίας από αμέλεια της Β. Κ., με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ανασταλείσα επί τριετία.
Στην έκθεση που συντάχθηκε για την ανωτέρω έφεση από την αρμόδια Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πατρών, με αριθμό 325/2013, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για την έρευνα της βασιμότητας του κατώτερο) λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στουχ. Η’ του ΚΠοινΔ. αναφέρεται ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας “εκκαλεί την με αριθμ. 1880/15-4-12-9-2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, με την ως άνω απόφαση κηρύχθηκε αθώος ο Π. Μ. διευθυντής της γυναικολογικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ” κάτοικος Πατρών για ανθρωποκτονία από αμέλεια, ενώ αν εκτιμούσε ορθώς τα αποδεικτικά μέσα, θα τον κήρυττε ένοχο.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, που περιέχονται στα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως, αλλά και την επισκόπηση των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, ο πρώτος κατηγορούμενος, στην Πάτρα, την 22-6-2007, με την ιδιότητα του ως χειρουργού – διευθυντή της γυναικολογικής κλινικής του γενικού νοσοκομείου Πατρών “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ”, κατά την διάρκεια εγχειρίσεως κοιλιακής υστερεκτομής (αφαίρεση μήτρας) της Β. Κ. από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες διεξαγόταν το ως άνω ιατρικό εγχείρημα, και μπορούσε ως έμπειρος χειρουργός να καταβάλει, πολλώ μάλλον, που δεν επρόκειτο στην υπό κρίσιν περίπτωση για κάποια ασυνήθιστη περίπτωση επέμβασης με μη επαρκείς γνώσεις περί αυτής και με αβέβαιη εντεύθεν την έκβαση του εγχειρήματος, αλλά για μια επέμβαση που δεν προβληματίζει τον μέσο επιμελή ιατρό της παραπάνω ειδικότητας,
δεν απολίνωσε επιμελούς τα αιμοφόρα αγγεία με αποτέλεσμα μετά την χειρουργική επέμβαση να χαλαρώσουν οι απολινώσεις των αρτηριακών ή φλεβικών αγγείων και σταδιακά να προκληθεί ενδοκοιλιακή αιμορραγία στην ανωτέρω ασθενή, η οποία συνδυαστικά με τις παραλείψεις, ως προς την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση αυτής από τους υπολοίπους κατηγορουμένους ιατρούς, οι οποίοι εκλήθησαν να αντιμετωπίσουν το περιστατικό κατά την διάρκεια της εφημερίας τους, κατέστη κάποια στιγμή κατακλυσμιαία και μη αντιμετωπίσιμη πλέον και κατ’ ακολουθίαν μοιραία για την ζωή της ασθενούς.
Το δικαστήριο κατά την εκφορά της δικανικής του κρίσης, που ήταν καταδικαστική για τους ιατρούς, Ε. Σ. και Α. Π., οι οποίοι, όπως προείπαμε, επιλήφθηκαν του περιστατικού μετά την χειρουργική επέμβαση, κι ενόσο η ασθενής εμφάνιζε συμπτώματα μετεγχειρητικής αιμορραγίας, οριοθέτησε την ευθύνη των ιατρών αυτών αποδίδοντας μόνο σ αυτούς το σφάλμα της πλημμελούς αντιμετωπίσεως του περιστατικού, ήτοι της μη επαρκούς παρακολουθήσεως της ασθενούς και συνεπώς θέσεως της ορθής για την περίσταση διαγνώσεως, που αιτιωδώς προκάλεσε τον θάνατο της ασθενούς και θέτοντας εκτός των ορίων οποιασδήποτε ευθύνης πλημμελούς ενέργειας ή παραλείψεως τον ενεργήσαντα την επέμβαση χειρουργό.
Μια κρίση όμως εξενεχθείσα με αυτόν τον τρόπο είναι προφανές ότι αντανακλά ελλειπτική αντιμετώπιση του συμβάντος. Τούτο διότι, φαίνεται ότι εστίασε και ανέδειξε την ευθύνη μόνο αυτών που αντιμετώπισαν το σύμπτωμα, χωρίς όμως έτσι να δίδεται πειστική εξήγηση αναφορικά με το ποια αιτία προκάλεσε την ενδοκοιλιακή μετεγχειρητική αιμορραγία. Το ερώτημα βέβαια που αναφύεται είναι αν υπήρχαν στοιχεία που θα καθοδηγούσαν την σκέψη του δικαστηρίου και στην απόδοση ευθύνης στον χειρουργό για πλημμελή απολίνωση των τραυμάτων. Τέτοια στοιχεία πράγματι συναντά κανείς στην από 28-9-20.07 ιατροδικαστική έκθεση, όπου συγκεκριμένα αναφέρεται μεν ότι δεν ευρέθησαν ράμματα απολινώσεων ελεύθερα, πλην όμως αναφέρεται ότι η συνηθέστερη αιτία της ενδοκοιλιακής αιμορραγίας (όταν αποκλεισθεί η ρήξη μεγάλου αγγείου) είναι η χαλάρωση απολινώσεων.
Εξ’ ού βεβαίως, κατά την γνώμη μας, και η επακολουθήσασα της χειρουργικής επεμβάσεως μεγάλη, κι όχι συνήθης για υστερεκτομή, απώλεια αίματος, όπως τούτο συνάγεται από σχετική αναφορά για το μέγεθος της απώλειας αίματος της ασθενούς στην 5η σελίδα του πορίσματος της διενεργηθείσας ΕΔΕ, όπου καταλογίζεται έλλειψη επιμονής στο ιατρικό προσωπικό όσον αφορά στην αξιολόγηση των στοιχείων της κλινικής εικόνας της ασθενούς.
Και βεβαίως έτερο στοιχείο που συνέτεινε στην επικράτηση της σύγχυσης όσον αφορά στην αξιολόγηση του .μεγέθους της απώλειας αίματος είναι η παράλειψη τοποθετήσεως εκ μέρους του χειρουργού σωλήνος παροχετεύσεως, που θα ενδείκνυε την τυχόν εκδηλωθείσα αιμορραγία, και τούτο παρά το γεγονός ότι η ενέργεια αυτή ήταν πλέον επιβεβλημένη, δεδομένου ότι η ασθενής είχε αιμορραγήσει κατά την εγχείριση και χρειάστηκε μετάγγιση δύο φιαλών αίματος, αλλά, και επί πλέον, διότι ο κατηγορούμενος χειρουργός θα κατασφάλιζε έτσι την ομαλή μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς διευκολύνοντας το έργο των συναδέλφων του, που επιλήφθηκαν του περιστατικού, αφού ο ίδιος παράτυπα απουσίασε από το νοσοκομείο (βλ.ΕΔΕ), την στιγμή που η παρουσία του κατά το μετεγχειρητικό στάδιο θα διευκόλυνε πολύ την αντιμετώπιση του περιστατικού, λόγω του ότι αυτός είχε την καλύτερη γνώση για το συμβάν”.
Η έφεση αυτή, όπως διαπιστώθηκε, περιέχει την απαιτούμενη για το παραδεκτό της, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθεται σ’ αυτήν η συγκεκριμένη περί την εκτίμηση των αποδείξεων πλημμέλεια της εκκαλουμένης αθωωτικής αποφάσεως ως προς την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο και προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένη κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα κρίση.
Ειδικότερα εκτίθεται σαφώς τι προέκυψε κατά την κρίση του εκκαλούντος Εισαγγελέα από ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό (μαρτυρικές καταθέσεις, απολογίες κατηγορουμένων ιατροδικαστική έκθεση πόρισμα ΕΔΕ) και γιατί ο θάνατος της χειρουργηθείσης από αυτόν ασθενούς Β. Κ., οφειλόταν σε συγκλίνουσα αμέλεια του ιδίου και των ως άνω συγκατηγορουμένων του και τι όφειλε και η δύνατο να πράξει εκείνος για να αποφύγει το επελθόν αποτέλεσμα, ήτοι το θάνατο της ανωτέρω.
Άλλη, επιπλέον, αιτιολογία δεν ήταν αναγκαία επομένως το Τριμελές Εφετείο, που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό του κατηγορουμένου και προχώρησε, μετά ταύτα, στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη αυτού, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως και ο έτερος επικαλούμενος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με τον ποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι.
Με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως καθώς και με τους πρόσθετους λόγους ο ως άνω αναιρεσείων επικαλείται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ειδικότερα ο αναιρεσείων με τους παραπάνω λόγους ισχυρίζεται ότι δεν παρατίθενται στη προσβαλλόμενη απόφαση τα για την κατάφαση της ενοχής του θεμελιωτικά της πράξεως στοιχεία, της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία καταδικάσθηκε και δεν αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του και του επελθόντος αποτελέσματος ήτοι του θανάτου της Β. Κ..
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Εφετείο Πατρών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας από αμέλεια, με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες – έγγραφα απολογία) δέχθηκε ανελέγκτως κατά πιστή μεταφορά τα εξής: “Ως προς την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου Π. Μ., ιατρού χειρουργού μαιευτήρα γυναικολόγου, Διευθυντή της Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ” από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα :
Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, όπως προαναφέρθηκε, απολάμβανε της εμπιστοσύνης της ασθενούς και των οικείων της και για το λόγο ακριβώς αυτόν επιλέχθηκε για να ενεργήσει την χειρουργική επέμβαση στην ασθενή Β. Κ.. Σ’ αυτόν λοιπόν η ανωτέρω ασθενής και οι οικείοι της απέβλεπαν τόσο για την επιμελή και επιτυχή διενέργεια της συγκεκριμένης ιατρικής πράξης, όσο και για την παρακολούθηση της πορείας της κατά το μετεγχειρητικό στάδιο. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση έγινε lege artis η συρραφή των κοιλιακών τοιχωμάτων και ράμματα απολινώσεων δεν βρέθηκαν ελεύθερα.
Επίσης, το σύνολο των ιατρών που εξετάστηκαν ως μάρτυρες κατέθεσαν ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος συμμορφώθηκε, κατά την επέμβαση, με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες που ισχύουν στη γενική χειρουργική και στην ειδικότητα του. Επομένως, καθίσταται αμφίβολη η απόδοση ποινικής ευθύνης στον ανωτέρω κατηγορούμενο όσον αφορά στη διάπραξη διεγχειρητικώς ιατρικού σφάλματος προκαλέσαντος από μόνο του την επελθούσα μετεγχειρητικά αιμορραγία.
Περαιτέρω, η παράλειψη εκ μέρους του ανωτέρω κατηγορούμενου τοποθέτησης στη χειρουργηθείσα ασθενή σωλήνα κοιλιακής παροχέτευσης, δεν αποτελεί έλλειψη συμμόρφωσης του με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ώστε να θεωρηθεί παράλειψη κατά τη χειρουργική επέμβαση της επιβαλλόμενης κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχής, την οποία ο κατηγορούμενος όφειλε να καταβάλλει, αλλά συνειδητή επιλογή του τελευταίου, ο οποίος έλαβε υπόψη του ότι είχε λάβει χώρα πλήρης αιμόσταση.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων ιατρών, η τοποθέτηση παροχέτευσης δεν είναι ιατρικώς επιβεβλημένη και υποχρεωτική ιατρική πράξη σε επεμβάσεις κοιλιακής υστερεκτομής, αλλά συνηθισμένη και χρήσιμη ιατρική πράξη, δια της οποίας μπορεί να γίνει έγκαιρα αντιληπτή μία αιμορραγία, ενώ κατά τη βιβλιογραφία, οι ενδείξεις για την τοποθέτηση παροχέτευσης στην κοιλιακή κοιλότητα ή στο κοιλιακό τοίχωμα είναι η ανεπαρκής αιμόσταση, φλεγμονή και επέμβαση στο ουροποιητικό σύστημα καθώς και στο έντερο, ενώ η τοποθέτηση παροχέτευσης, σύμφωνα με την ιατροδικαστή Α. Τ. και τον ιατρό Σ. Κ. αλλά και τον ίδιο τον κατηγορούμενο μπορεί να δημιουργήσει επιπλοκές, καθόσον αποτελεί πύλη εισόδου μικροβίων και αιτία πρόκλησης τρώσης αγγείου. Περαιτέρω, αναφορικά με την ποινική ευθύνη του ανωτέρω κατηγορουμένου κατά το μετεγχειρητικό στάδιο πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα :
Ο κατηγορούμενος στις 23-6-2007, ημέρα Σάββατο, μία ημέρα δηλαδή μετά τη χειρουργική επέμβαση, αναχώρησε από την Πάτρα για εκπαιδευτικό ταξίδι στο Λονδίνο προκειμένου να συμμετάσχει σε επιστημονικό συνέδριο του ROYAL COLLEGE με θέμα “Χειρουργική αποκατάσταση πυελικού εδάφους” που διεξήχθη από τις 25-6-2007 έως και 28-6-2007. Για την απουσία του αυτή ουδόλως ενημέρωσε την ασθενή και τους οικείους της, όπως δε κατέθεσαν ο σύζυγος αυτής και πολιτικώς ενάγων Γ. Α. όσο και η αδελφή της και πολιτικώς ενάγουσα Ε. Π., αν ο κατηγορούμενος τους είχε ενημερώσει ότι επρόκειτο να αναχωρήσει στο εξωτερικό αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση, δεν θα συναινούσαν τόσο αυτοί όσο και η ασθενής στην πραγματοποίηση της χειρουργικής επέμβασης.
Έπρεπε λοιπόν ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εφόσον ανέλαβε την ευθύνη της παρακολούθησης της πορείας της ασθενούς κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, χωρίς μάλιστα να ενημερώσει την ασθενή για την πρόθεση του να απουσιάσει στο εξωτερικό, να παραμείνει στη θέση του και να παρακολουθεί την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς του, διότι ήταν και αυτός θεράπων ιατρός της, αναγκαίως και για το μετεγχειρητικό στάδιο, ιδιότητα, η οποία δεν αναιρείται από το γεγονός ότι βάσει του προγράμματος εφημέριων της ανωτέρω Κλινικής, έπρεπε να παρακολουθούν την πορεία της ασθενούς, που χειρούργησε, οι λοιποί συγκατηγορούμενοί του.
Η ιδιότητα δε αυτή του θεράποντος ιατρού δεν κατέστη ανενεργή για τον ανωτέρω ιατρό, διότι αντικείμενο της ευθύνης του χειρουργού και εν προκειμένω του πρώτου κατηγορουμένου είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από τον χειρουργό (βλ. Άγκυ Λιούρδη, Ιατρική Ποινική Ευθύνη, σελ. 53 επ. ΑΠ 971/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επομένως, ο ανωτέρω κατηγορούμενος, ως χειρουργός ιατρός που διενήργησε την επέμβαση, ήταν θεράπων ιατρός της άνω ασθενούς Β. Κ., που χειρούργησε στις 22-6-2007, αναγκαίως και για το μετεγχειρητικό στάδιο. Έτσι ο κατηγορούμενος αυτός ελέγχεται για κάθε ενέργεια ή παράλειψη του, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, ως προς την παρακολούθηση της πορείας της εν λόγω ασθενούς και μετά την εγχείρηση, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα ήταν κίνδυνος να επιφέρει βλάβη της υγείας της χειρουργηθείσας ασθενούς, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός χειρουργός της ειδικότητας του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, όντας σε γνώση του ιστορικού της ασθενούς και έχοντας τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε τέτοια χειρουργική επέμβαση, εφόσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψη του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του και ανάγεται σε νομική υποχρέωση του με τους επιτακτικούς κανόνες που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας (βλ. ΑΠ 971/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ειδικότερα στον πρώτο κατηγορούμενο αποδίδεται ότι αυτός, ως ιατρός χειρουργός, έχοντας αναλάβει την κατάσταση της υγείας της ασθενούς Β. Κ., υπέβαλε αυτήν σε χειρουργική επέμβαση κοιλιακής υστερεκτομής και παρότι αυτή μετεγχειρητικά παρουσίασε τα παραπάνω αναφερόμενα συμπτώματα, τα οποία δεν αντιμετώπισαν αποτελεσματικά οι συγκατηγορούμενοι συνάδελφοι του, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε, απουσίασε παρατύπως από τη θέση του στο ανωτέρω νοσοκομείο από 25-6-2007 έως και 28-6-2007, καθώς δεν είχε λάβει άδεια από την αρμόδια Υπηρεσία για την απουσία του στο Λονδίνο για την παρακολούθηση του συνεδρίου (η σχετική αίτηση του στο Γραφείο Προσωπικού κατατέθηκε έξι (6) ημέρες μετά το θάνατο της ασθενούς), όπως τούτο προκύπτει από το πόρισμα της διαταχθείσας ΕΔΕ, για τα αίτια θανάτου της Β. Κ. και τον καταλογισμό τυχόν ευθυνών στους θεράποντες ιατρούς, που συνέταξε ο διενεργήσας την ΕΔΕ Α. Δ., ούτε άφησε ανοικτό κάποιο δίαυλο επικοινωνίας με τους οικείους της ασθενούς ή τους εφημερεύοντες ιατρούς προκειμένου να του μεταφέρουν αυτοί πληροφορίες αναφορικά με την εξέλιξη της υγείας της ασθενούς και να ζητήσουν τη γνώμη του ως θεράποντος ιατρού.
Τούτο είχε ως συνέπεια την μη εκπλήρωση της υποχρεώσεως του έναντι της ασθενούς, που χειρούργησε, για παρακολούθηση της κατά το μετεγχειρητικό στάδιο και αμέσου επεμβάσεως του για να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς αντιμετώπιση της ως άνω δυσμενούς εξέλιξης στην κατάσταση της υγείας της, που είχε ως συνέπεια το θάνατο της και που ο ίδιος ομολογεί ότι αν βρισκόταν στο νοσοκομείο θα εφάρμοζε την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, δηλαδή θα υπέβαλε την ασθενή σε υπερηχογράφημα, εκτιμώντας την κλινική της εικόνα, τα συμπτώματα που εμφάνιζε και τη μεγάλη πτώση του αιματοκρίτη στις επόμενες δύο ημέρες μετά την επέμβαση, διότι σ’ αυτόν ήταν ήδη γνωστό τόσο το γεγονός της απώλειας αίματος στο χειρουργείο, όσο και ο δείκτης του αιματοκρίτη της ασθενούς μετά την αναπλήρωση, με μετάγγιση, της απολεσθείσας ποσότητας αίματος.
Τούτο δε έχει σημασία καθόσον έτσι θα υπολόγιζε ασφαλέστερα το μέγεθος της απώλειας αίματος, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, γεγονός που θα τον καθοδηγούσε στην ορθή διάγνωση περί υπάρξεως ενδοκοιλιακής αιμορραγίας και εντεύθεν θα ενεργούσε τις προσήκουσες ιατρικές εξετάσεις και επεμβατικές πράξεις, όπως η είσοδος της ασθενούς στο χειρουργείο για την αποτροπή της εξέλιξης της αιμορραγίας και την αποφυγή ως εκ τούτου του θανάτου της εκ της ως άνω αιτίας. Δεν υπάρχει δε αμφιβολία ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος μπορούσε να προβλέψει, ως ιατρός χειρουργός μεγάλης εμπειρίας, όπως τούτο μαρτυρά και ο βαθμός του Διευθυντή της Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής που κατείχε, το ενδεχόμενο μετεγχειρητικής αιμορραγίας, καθόσον δεν είναι σπάνια η εν λόγω επιπλοκή σε τέτοιου είδους χειρουργικές επεμβάσεις και όπως κατέθεσε ο ιατρός Σ. Κ. μπορεί ο μέσος συνετός ιατρός να την προβλέψει, χαρακτήρισε δε το ενδεχόμενο της επιπλοκής αυτής ως “τον εφιάλτη των χειρουργών”.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο θάνατος της Β. Κ. επήλθε και από μη συνειδητή αμέλεια του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος, ως θεράπων ιατρός της ανωτέρω ασθενούς, την οποία χειρούργησε στις 22-6-2007 για αφαίρεση μήτρας (κοιλιακή υστερεκτομή), αναγκαίως και για το μετεγχειρητικό στάδιο, αν και ήταν υπόχρεος συνεπεία του επαγγέλματος του σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, έχοντας, τόσο από τις κείμενες διατάξεις περί ιατρικής δεοντολογίας (Ν.3418/2005) και τα άρθρα 13 και 24 του ΑΝ 1565/1939 “Κώδικας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος”, ως εκ της έννομης θέσης του ως νοσοκομειακού ιατρού σε κρατικό νοσοκομείο, όσο και από την εγγυητική του θέση απέναντι στην ασφάλεια της ζωής της ανωτέρω ασθενούς,.
Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος της ανθρωποκτονίας των ασθενών του νοσοκομείου, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, ως μέσος συνετός ιατρός με την ειδικότητα του χειρουργού ιατρού, μαιευτήρα γυναικολόγου, όντας σε γνώση του ιστορικού της ανωτέρω ασθενούς καθώς και του γεγονότος της απώλειας αίματος στο χειρουργείο και του δείκτη του αιματοκρίτη αυτής μετά την αναπλήρωση με μετάγγιση της απολεσθείσας ποσότητας αίματος, και έχοντας την δυνατότητα και εμπειρία να προβλέψει, λόγω της επιστημονικής του επάρκειας και των γνώσεων του, το ενδεχόμενο πρόκλησης μετεγχειρητικής αιμορραγίας, που εμφανίζουν ασθενείς ως πιθανή επιπλοκή σε τέτοιου είδους χειρουργικές επεμβάσεις, εν τούτοις αυτός, αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση, ουδόλως ασχολήθηκε με την όλη μετεγχειρητική πορεία της ανωτέρω ασθενούς, ως όφειλε, και χωρίς να ενημερώσει την ίδια αλλά και τους οικείους της δεν εμφανίσθηκε καθόλου στην Κλινική σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της, απουσιάζοντας παράτυπα σε ιατρικό συνέδριο στο εξωτερικό (από 25-6-2007 έως και 28-6-2007).
Τούτο είχε ως συνέπεια τη μη εκπλήρωση της έναντι της ανωτέρω ασθενούς υποχρεώσεως του για παρακολούθηση της πορείας της κατά το μετεγχειρητικό στάδιο και άμεσης επεμβάσεως του για να ενεργήσει την κατάλληλη ιατρική αγωγή, εκτιμώντας την κλινική εικόνα της ασθενούς, τα συμπτώματα που εμφάνιζε (αδυναμία κίνησης, όρθιας ή καθιστής στάσης, έντονη επιθυμία κατάκλισης, και διάθεση υπνηλίας, πόνους στην περιοχή της επέμβασης, ωχρότητα προσώπου, δυσφορία, ταχύπνοια και εκχυμώσεις στην κοιλιακή χώρα) και τη μεγάλη πτώση της τιμής του αιματοκρίτη τις επόμενες δύο ημέρες μετά την επέμβαση (23-6-2007 τιμή 26,1 και 24-6-2007 τιμή 22,2) και επιπλέον τις επιβαλλόμενες εξετάσεις βάσει των οποίων θα κατέληγε στην ορθή διάγνωση περί υπάρξεως ενδοκοιλιακής αιμορραγίας και εντεύθεν θα προέβαινε στην αντιμετώπιση αυτής με τον ιατρικά ενδεδειγμένο τρόπο, όπως με επανεπέμβαση και απολίνωση των αιμορραγούντων φλεβικών ή αρτηριακών αγγείων και δραστική μετάγγιση αίματος στην ασθενή, με τις οποίες με βεβαιότητα θα είχε αποφευχθεί ο θάνατος της. Έτσι η ως άνω αμελής συμπεριφορά του ανωτέρω κατηγορουμένου, συνιστάμενη στην προαναφερθείσα παράλειψη του δράσης εκ μέρους του, συνδέεται αιτιωδώς με το θάνατο της Β. Κ., που συνέβη στις 27-6-2007.
Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και ο πρώτος κατηγορούμενος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία κατηγορείται, όπως ορίζεται στο διατακτικό”. Στη συνέχεια το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον ως άνω αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: “Στην Πάτρα στις 27-6-2007 από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει επέφερε το θάνατο της Β. Κ., χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα, που παράχθηκε από την παρακάτω πράξη του, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος αυτού και παρά το γεγονός ότι συνεπεία του επαγγέλματός του ήταν υπόχρεος σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή.
Ειδικότερα ως ιατρός χειρουργός, Διευθυντής της Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Παρών “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ”, και θεράπων ιατρός της ανωτέρω ασθενούς Β. Κ., την οποία χειρούργησε στις 22-6-2007 για αφαίρεση μήτρας (κοιλιακή υστερεκτομή), αναγκαίως και για το μετεγχειρητικό στάδιο, αν και ήταν υπόχρεος συνεπεία του επαγγέλματος του σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, έχοντας, τόσο από τις κείμενες διατάξεις περί ιατρικής δεοντολογίας (Ν.3418/2005) και τα άρθρα 13 και 24 του ΑΝ 1565/1939 “Κώδικας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος”, ως εκ της έννομης θέσης του ως νοσοκομειακού ιατρού σε κρατικό νοσοκομείο, όσο και από την εγγυητική του θέση απέναντι στην ασφάλεια της ζωής της ανωτέρω ασθενούς
Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος της ανθρωποκτονίας των ασθενών του νοσοκομείου, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, ως μέσος συνετός ιατρός με την ειδικότητα του χειρουργού ιατρού, μαιευτήρα γυναικολόγου, όντας σε γνώση του ιστορικού της ανωτέρω ασθενούς καθώς και του γεγονότος της απώλειας αίματος στο χειρουργείο και του δείκτη του αιματοκρίτη αυτής μετά την αναπλήρωση με μετάγγιση της απολεσθείσας ποσότητας αίματος, και έχοντας την δυνατότητα και εμπειρία να προβλέψει, λόγω της επιστημονικής του επάρκειας και των γνώσεων του, το ενδεχόμενο πρόκλησης μετεγχειρητικής αιμορραγίας, που εμφανίζουν ασθενείς ως πιθανή επιπλοκή σε τέτοιου είδους χειρουργικές επεμβάσεις, εν τούτοις αυτός, αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση, ουδόλως ασχολήθηκε με την όλη μετεγχειρητική πορεία της ανωτέρω ασθενούς, ως όφειλε, και χωρίς να ενημερώσει την ίδια αλλά και τους οικείους της δεν εμφανίσθηκε καθόλου στην Κλινική σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της, απουσιάζοντας παράτυπα σε ιατρικό συνέδριο στο εξωτερικό (από 25-6-2007 έως και 28-6-2007).
Τούτο είχε ως συνέπεια τη μη εκπλήρωση της έναντι της ανωτέρω ασθενούς υποχρεώσεως του για παρακολούθηση της πορείας της κατά το μετεγχειρητικό στάδιο και άμεσης επεμβάσεως του για να ενεργήσει την κατάλληλη ιατρική αγωγή, εκτιμώντας την κλινική εικόνα της ασθενούς, τα συμπτώματα που εμφάνιζε (αδυναμία κίνησης, όρθιας ή καθιστής στάσης, έντονη επιθυμία κατάκλισης, και διάθεση υπνηλίας, πόνους στην περιοχή της επέμβασης, ωχρότητα προσώπου, δυσφορία, ταχύπνοια και εκχυμώσεις στην κοιλιακή χώρα) και τη μεγάλη πτώση της τιμής του αιματοκρίτη τις επόμενες δύο ημέρες μετά την επέμβαση (23-6-2007 τιμή 26,1 και 24-6-2007 τιμή 22,2) και επιπλέον τις επιβαλλόμενες εξετάσεις βάσει των οποίων θα κατέληγε στην ορθή διάγνωση περί υπάρξεως ενδοκοιλιακής αιμορραγίας και εντεύθεν θα προέβαινε στην αντιμετώπιση αυτής με τον ιατρικά ενδεδειγμένο τρόπο, όπως με επανεπέμβαση και απολίνωση των αιμορραγούντων φλεβικών ή αρτηριακών αγγείων και δραστική μετάγγιση αίματος στην ασθενή, με τις οποίες με βεβαιότητα θα είχε αποφευχθεί ο θάνατος της.
Αποτέλεσμα της παράλειψης του ανωτέρω κατηγορουμένου ήταν να συνεχισθεί η ενδοκοιλιακή αιμορραγία της ασθενούς, που είχε αρχίσει μετά τη χειρουργική επέμβαση, καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας της και μέχρι το θάνατο της στις 27-6-2007, ήταν δε αυτή (αιμορραγία) η μόνη ενεργός αιτία του θανάτου της”.
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε την προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 παρ.1 του Π.Κ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπή, δηλαδή, ή ασαφή, ή αντιφατική αιτιολογία.
Ειδικότερα το δίκασαν Εφετείο: α) εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντα και συνιστούν παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, με την παραδοχή ότι ως θεράπων ιατρός της ασθενούς Β. Κ., την οποία χειρούργησε στις 22-6-2007 για αφαίρεση μήτρας (κοιλιακή υστερεκτομή), αναγκαίως και για το μετεγχειρητικό στάδιο, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, ως μέσος συνετός ιατρός με την ειδικότητα του χειρουργού ιατρού, μαιευτήρα γυναικολόγου – Διευθυντή της Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ”, όντας σε γνώση του ιστορικού της ανωτέρω ασθενούς και γνωρίζοντας καλύτερα παντός άλλου το πρόβλημα και την κατάσταση της υγείας της, καθώς και του γεγονότος της απώλειας αίματος στο χειρουργείο και το χαμηλό δείκτη του αιματοκρίτη αυτής, μετά τη μετάγγιση αίματος και την πιθανότητα πρόληψης επιπλοκών και την άμεση αντιμετώπιση αυτών και δη το ενδεχόμενο πρόκλησης μετεγχειρητικής αιμορραγίας, που εμφανίζουν ασθενείς 0)ς πιθανή επιπλοκή, σε τέτοιου είδους επεμβάσεις, αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση, ουδόλως ασχολήθηκε με την όλη μετεγχειρητική πορεία της άνω ασθενούς, ως όφειλε και χωρίς να ενημερώσει την ίδια αλλά και τους οικείους της, η μετεγχειρητική παρακολούθηση της οποίας, μετά βεβαιότητας, θα τον οδηγούσε, λόγω της κλινικής της εικόνας, των εργαστηριακών ευρημάτων και των συμπτωμάτων που εμφάνιζε σε έγκαιρη διάγνωση της ενδοκοιλιακής αιμορραγίας και την άμεση αντιμετώπιση της
β) δέχθηκε ότι οι ανωτέρω παραλείψεις του αναιρεσείοντα συνιστούν παραβίαση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του που πηγάζει από τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, αλλά και από την εγγυητική θέση του απέναντι στην ασφάλεια της ζωής και της υγείας του ασθενή που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης.
Γ) αιτιολογεί πλήρως την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της άνω αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντα και του επελθόντος αποτελέσματος, ήτοι του θανάτου της ανωτέρω ασθενούς, με την παραδοχή, ότι η κατά παράβαση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης παράλειψη του αναιρεσείοντα να παρακολουθήσει τη μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, αποστέρησε από αυτήν τη δυνατότητα αποκατάστασης της προκληθείσας επιπλοκής, καθώς είναι πιθανό και η πιθανότητα εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, ότι αν αυτός – αναιρεσείων παρακολουθούσε τη μετεγχειρητική της πορεία, λόγω της ειδικότητας του και της εμπειρίας του, θα κατέληγε στην έγκαιρη διάγνωση της ενδοκοιλιακής αιμορραγίας και την άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση της.
Και δ) αναφέρει τη μορφή της υπαιτιότητας, που είναι η μη συνειδητή αμέλεια. Τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα.
Επόμενους, οι από το άρθρο 510 παρ.1 Δ στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ προβαλλόμενη με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και αυτό των προσθέτων λόγων με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά ταύτα πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη.
Τέλος πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (αρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει: α) την από 20-5-2015 αίτηση του Α. – Α. Π., β) την από 20-5-2015 αίτηση του Ε. Σ., γ) την από 29-5-2015 αίτηση του Π. Μ. και δ) τους από 19-11-2015 πρόσθετους λόγους του τελευταίου, για αναίρεση της με αριθμό 1391Α/2014 – 208/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ