Αμελής μετεγχειρητική συμπεριφορά ιατρού – Σωματική βλάβη διά παραλείψεως τελούμενη (αποφ.1050/16 ΑΠ)
Επέμβαση διόρθωσης μυωπίας με χρήση laser. Ελλιπής προεγχειρητικός έλεγχος. Εμφάνιση μετεγχειρητικών επιπλοκών. Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση θεράποντος ιατρού να παρακολουθεί την υγεία του ασθενούς μετά την εγχείρηση και να ενεργεί προς ενημέρωση του ασθενούς και προς αποκατάσταση της υγείας του σε περίπτωση μετεγχειρητικών επιπλοκών. Αδράνεια θεράποντος ιατρού επί της άσχημης μετεγχειρητικής πορείας ασθενούς. Παράλειψη του θεράποντος ιατρού να ενημερώσει τον ασθενή για την διαμορφωθείσα μετεγχειρητική κατάσταση και για τον κίνδυνο τύφλωσης. Παράλειψη του θεράποντος ιατρού να ενεργήσει προς αποκατάσταση των επιπλοκών της εγχείρησης ο ίδιος, ή έστω να παραπέμψει τον ασθενή σε άλλον ιατρό, κατάλληλο για την αποκατάσταση των επιπλοκών. Οι παραλείψεις του ιατρού επέτειναν τη βλάβη της όρασης του ασθενούς.
Ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ πλημμελειών ιατρού, ήτοι παραλείψεων ιατρού, και επελθόντος αποτελέσματος μη αναστρέψιμης βλάβης της όρασης του ασθενούς, ήτοι σχεδόν πλήρη απώλεια όρασης. Ένοχος για σωματική βλάβη διά παραλείψεως τελούμενη, κατά το άρθρο 15 ΠΚ. Ο ιατρός δεν καταδικάστηκε για τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, που διενεργήθηκαν πριν και κατά τη διάρκεια της επέμβασης, διότι αυτές είχαν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, όταν επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα. Ο ιατρός καταδικάστηκε μόνο για την παράλειψή του να ενεργήσει, αν και ως θεράπων ιατρός όφειλε να ενεργήσει. Η παράλειψή του αυτή εκτείνεται χρονικά από την επέμβαση και μέχρι το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο ασθενής απευθύνθηκε σε άλλον ιατρό. Η παράλειψή του αυτή δεν έχει παραγραφεί, καθώς μέρος του ως άνω χρονικού διαστήματος (από την εγχείρηση μέχρι την ανάληψη του ασθενούς από έτερο ιατρό) κείται εντός της πενταετίας, και άρα δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η δε πρότερη αμελής συμπεριφορά του ιατρού, η οποία έχει υποπέσει σε παραγραφή, μόνο διηγηματικά αναφέρεται χάρη ιστορικής ενότητας της απόφασης.
Αριθμός 1050/2016 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δ. Χονδρογιάννη, Δ. Τζιούβα – Εισηγητή και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Δ. Ι. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Βαρλάμη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 197/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον Δ. Κ. του Ε., κάτοικο …, οποίος δεν εμφανίσθηκε.
Το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 24 Μαρτίου 2015, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 392/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται, ότι, προς θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται:
α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική,
β) να μπορούσε ο δράστης, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως, εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της καταβολής της προσήκουσας προσοχής, είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και
γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή, σε μια παράλειψη.
Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται, όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.
Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος.
Ειδικώς, για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια κατά την άσκηση του ιατρικού του επαγγέλματος, απαιτείται η σωματική βλάβη να οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και τέχνης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η πράξη του αυτή να μην ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο της συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, αναλόγως του βαθμού της αμέλειας που επέδειξε και εφόσον η αμέλεια του συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται απαράδεκτα η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού (σκεπτικού) προς το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 197/2014 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση των κατ’ είδος αναφερομένων σ’ αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, επί λέξει, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: “Ο κατηγορούμενος, περί τα τέλη του 2006, αρχές του 2007, υπηρετούσε, ως Ταγματάρχης (ΥΙ), ειδικότητας χειρουργού οφθαλμιάτρου, στο Πεδίο Βολής Κρήτης.
Το Δεκέμβριο του 2006, ο Δ. Κ. (πολιτικώς ενάγων), κάτοικος Αγρίνιου, του οποίου η αδελφή, Ο. Κ. είχε πριν από οκτώ περίπου μήνες υποστεί επέμβαση διόρθωσης μυωπίας με χρήση laser, από τον κατηγορούμενο, ήρθε σε επαφή, μαζί του, γιατί επιθυμούσε, επειδή έπασχε από μυωπία επτά και πλέον βαθμών, και στα δύο μάτια, και έκανε, επί δεκαπενταετία και πλέον, χρήση φακών επαφής, να υποβληθεί σε επέμβαση διόρθωσης μυωπίας, με χρήση laser (μέθοδος φωτοδιαθλαστικής κερατεκτομής).
Μεταξύ του κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντα, έλαβε χώρα μία μόνο τηλεφωνική επικοινωνία, πριν την επέμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο δεύτερος ενημερώθηκε, από τον πρώτο, ότι επρόκειτο για επέμβαση ρουτίνας. Κατά την επικοινωνία αυτή, ο κατηγορούμενος ζήτησε, από τον Κ., να συνταγογραφήσει συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή, σε οφθαλμίατρο, στον τόπο κατοικίας του. Πράγματι, ο πολιτικώς ενάγων, επισκέφθηκε, για το λόγο αυτό, τον οφθαλμίατρο Σ. Τ., στο Αγρίνιο. Η επέμβαση προγραμματίστηκε να λάβει χώρα στις 20-1-2007, στο … Ε.Π.Ε., που είχε έδρα στο Χαλάνδρι Αττικής (…), όπου ο κατηγορούμενος, ως εξειδικευμένος χειρουργός οφθαλμίατρος, ήταν συνεργαζόμενος γιατρός.
Πριν τη μέρα εκείνη, δεν έλαβε χώρα προεγχειρητικός έλεγχος του ασθενούς, από τον κατηγορούμενο, όπως συνηθίζεται. Το πρωί της 20-1-2007, ο κατηγορούμενος, μετά τον προεγχειρητικό έλεγχο, παρά το ότι διαπίστωσε την ύπαρξη κάποιων δυσκολιών στα μάτια του Κ. (γδαρμένοι κερατοειδείς και ύπαρξη βλεφαρίτιδας), ενημέρωσε την παραπάνω αδελφή του και την τότε μνηστή και μετέπειτα σύζυγό του, Α. Γ., ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας και ότι όλα θα τακτοποιούντο με την επέμβαση, η οποία και πραγματοποιήθηκε, αμέσως, και στα δύο μάτια του πολιτικώς ενάγοντα. Μετά την εγχείριση ο κατηγορούμενος σημείωσε στις συσκευασίες των φαρμάκων Dispersadron (κορτιζονούχο), Exocin (αντιβιοτικό ευρέος φάσματος), Acular (κολλύριο), και Vidilac (φυσικά δάκρυα), που με εντολή του είχαν συνταγογραφηθεί, από τον Τ., στις 11-1-2007, την ακριβή δοσολογία τους.
Περαιτέρω, κατά τον πολιτικώς ενάγοντα και τις δύο γυναίκες που τον συνόδευαν, στο κολλύριο Exocin, ο κατηγορούμενος πρόσθεσε, με σύριγγα, ποσότητα άλλου φαρμάκου, όταν δε ρωτήθηκε, σχετικά, περί τίνος επρόκειτο, απάντησε ότι επρόκειτο για αναισθητικό που χρησιμοποίησε και στο χειρουργείο, προκειμένου να μην πονάει ο ασθενής. Τέλος, αφού έδωσε τις απαραίτητες μετεγχειρητικές οδηγίες, επέτρεψε στον πολιτικώς ενάγοντα να επιστρέφει στο Αγρίνιο. Από τις πρώτες μέρες, μετά την εγχείριση, ο Κ. είχε σοβαρές ενοχλήσεις και στα δύο μάτια του, υπέφερε από πονοκεφάλους και αϋπνία, ενώ η όραση του χειροτέρευε συνέχεια, η δε εικόνα των ματιών του δεν παρουσιαζόταν ως φυσιολογική. Έτσι, στις 27-1-2007, επισκέφθηκε τον Τ..
Ο τελευταίος διαπίστωσε ότι ο Κ. χρειαζόταν βοήθεια για να κινηθεί στο χώρο, η όρασή του ήταν σχεδόν μηδενική και παρουσίαζε υπεραιμία, φωτοφοβία και κεντρική απόπτωση επιθηλίου. Ο Τ. επικοινώνησε αμέσως, τηλεφωνικά, με τον κατηγορούμενο, ο οποίος του υπέδειξε να τροποποιήσει τη φαρμακευτική αγωγή και να χορηγήσει το κολλύριο Tobradex, αντί για το Dispersadron. Η κατάστασή δεν βελτιώθηκε, όμως, ούτε τις επόμενες μέρες, με αποτέλεσμα ο Κ. να ζητήσει επειγόντως εξέτασή του από τον κατηγορούμενο, στην Αθήνα, στις 3-2-2007. Κατά τον πολιτικώς ενάγοντα, ο κατηγορούμενος δεν θορυβήθηκε ούτε τότε από την πολύ άσχημη κλινική εικόνα του ασθενούς, αλλά απλά του τροποποίησε την φαρμακευτική αγωγή, η οποία, πλέον, αποτελείτο από τα φάρμακα Tobradex, Exocin, Pranofen, Acetazolamide, Vidilac και Dacrio Gel Karli.
Το επόμενο χρονικό διάστημα, η κατάσταση της υγείας του πολιτικώς ενάγοντα όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά επιδεινώθηκε περισσότερο. Ο Κ. επικοινωνούσε, τηλεφωνικά, τακτικά, με τον κατηγορούμενο και επισκεπτόταν τον Τ., ο οποίος επικοινωνούσε επίσης με τον κατηγορούμενο και ελάμβανε οδηγίες επί της φαρμακευτικής αγωγής, την οποία ο κατηγορούμενος τροποποιούσε συνέχεια. Έτσι, μέχρι το τέλος Μαρτίου του 2007, ο πολιτικώς ενάγων, καθ’ υπόδειξη του κατηγορουμένου, πήρε μεγάλες ποσότητες των παραπάνω φαρμάκων, χωρίς αποτέλεσμα, αφού δεν παρατηρείτο επούλωση του επιθηλίου.
Εν όψει της παραπάνω ιδιαίτερα δυσμενούς κατάστασης, ο πολιτικώς ενάγων εξετάσθηκε, στις 31-3-2007, στο …. Επί των αποτελεσμάτων της εξέτασης αυτής, υφίσταται μια διαφορετική προσέγγιση μεταξύ των δύο πλευρών, του πολιτικώς ενάγοντα και του κατηγορουμένου. Η μεν πλευρά του πολιτικώς ενάγοντα υποστηρίζει ότι υπήρξαν διαβεβαιώσεις, από την πλευρά του κατηγορούμενου, ότι δεν συνέτρεχε λόγος ανησυχίας, καθόσον και άλλα περιστατικά είχαν χρειαστεί μήνες για να αποκατασταθούν, ενώ ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι τότε, για πρώτη φορά, διαπίστωσε ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα, το οποίο δεν του είχε μεταφερθεί από τον Τ.
Αντίθετα, ο τελευταίος ήταν καθησυχαστικός, όσες φορές επικοινώνησαν, αμέσως δε ανέλαβε πρωτοβουλία, για να εξετασθεί ο Κ. από άλλο ειδικό ιατρό (Μ.), αλλά εν τω μεταξύ, ο πολιτικώς ενάγων είχε επιστρέψει στο Αγρίνιο. Και ναι μεν, για την εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα από το Μ. υφίσταται διάσταση ως προς την ημερομηνία που πραγματοποιήθηκε, καθόσον ο πολιτικώς ενάγων υποστηρίζει ότι αυτή έλαβε χώρα στις 24-5-2007, ενώ ο Μ. στις 30-4-2007, είναι βέβαιο όμως ότι, κατά την εξέταση αυτή, διαπιστώθηκε ότι ο πολιτικώς ενάγων βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση, γιατί, πλέον, έπασχε από τοξική κερατοπάθεια, μια πολύ σπάνια επιπλοκή, που διαπιστώνεται την επόμενη μέρα ή τις πρώτες μέρες μετά την εγχείρηση.
Και αν μεν η τελευταία παραπάνω εξέταση έλαβε χώρα στις 24-5-2007, όπως ισχυρίζεται η πλευρά του πολιτικώς ενάγοντα, δεν έχει περαιτέρω επιβαρυντική σημασία για τον κατηγορούμενο, γιατί, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, την ίδια μέρα ο Κ. ανέθεσε την μετεγχειρητική του παρακολούθηση σε άλλο οφθαλμίατρο, αν όμως η εξέταση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 30-4-2007, είναι βέβαιο ότι ο Μ. ενημέρωσε άμεσα τον κατηγορούμενο για την κατάσταση της υγείας του πολιτικώς ενάγοντα, αφού εκείνος τον είχε παραπέμψει στον ίδιο, παρά ταύτα δε ο κατηγορούμενος εξακολούθησε να παραμένει αδρανής μέχρι τις 24-5-2007, οπότε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο Κ. ανέθεσε την μετεγχειρητική του παρακολούθηση σε άλλο γιατρό.
Συνολικά, με συνεχείς τροποποιήσεις της φαρμακευτικής αγωγής, από τον κατηγορούμενο, ο πολιτικώς ενάγων, κατά το μεγάλο χρονικό διάστημα από 20-1-2007 έως 4-5-2007 έλαβε τα εξής φάρμακα, σε μεγάλες ποσότητες, Dispersadron, Acular, Pranofen, Tobradex, Εχοοίη, Vidilac, Dacrio Gel, Vexoi, Tobrex, Adsorbonac, Acetazolamide, Medroi και Salagen. Από αυτά, τα Dispersadron, Tobradex και Merdol, είναι κορτιζονούχα.
Λόγω του ότι η κατάσταση την υγείας του πολιτικώς ενάγοντα δεν βελτιωνόταν αλλά, αντίθετα, χειροτέρευε (βλ., ιδίως, την από 1-12-2007 Αναφορά του Τ. στην οποία μνημονεύει ότι ο πολιτικώς ενάγων, πλέον, έπασχε από θόλωση, οίδημα κερατοειδούς, έντονη ξηροφθαλμία, μη φυσιολογική επούλωση του επιθηλίου, δημιουργία νηματοειδούς κερατίτιδας, φωτοφοβία, υπεραιμία, διαστολή κόρης, παραμόρφωση-μετατόπιση κόρης και καταρράκτη, και στα δύο μάτια), ο Κ. αναγκάσθηκε, πλέον, στις 24-5-2007 να απευθυνθεί στον χειρουργό οφθαλμίατρο Α. Κ. και όταν, μετά από παρέλευση διετίας και πλέον, αντιλήφθηκε το μέγεθος της βλάβης που είχε υποστεί (στις 9-1-2010), υπέβαλε έγκληση, σε βάρος του κατηγορουμένου και κατά παντός άλλου υπεύθυνου προσώπου-εργαζόμενου στο …, για παράβαση του άρθρου 314 παρ.1 ΠΚ. Ο Κ., στις 24-5-2007, εξέτασε τον πολιτικώς ενάγοντα και διαπίστωσε ότι η κατάσταση, στα μάτια του, ήταν η εξής: Υπήρχε σχεδόν ολική απόπτωση του επιθηλίου, με έλκος κεντρικά, αλλά και περιφερειακά του κερατοειδούς σε έκταση 95% της επιφανείας του, και στα δύο μάτια, σημαντική λέπτυνση και θολερότητα του κερατοειδούς, εκτρόπιο και κορεκτροπία, δηλαδή μετακίνηση και διαστολή της ίριδας.
Η μετατόπιση της ίριδας ήταν από το κέντρο και προς τα κάτω και διαπιστώθηκε σημαντικός καταρράκτης και στα δύο μάτια. Χωρίς να υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες που να τεκμηριώνουν τι ακριβώς συνέβη μεταξύ του Ιανουαρίου και του Μαΐου 2007, η πιο πιθανή αιτιολογία του προβλήματος αυτού ήταν χρήση τοπικού αναισθητικού το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τις πρώτες μετεγχειρητικές μέρες. Πιθανώς, η εκτενής και συνεχής χρήση, όλους αυτούς τους μήνες, τοπικού αναισθητικού, μαζί με όλα τα υπόλοιπα φάρμακα, έδωσε τη δυνατότητα στην αναισθητική ουσία, την αλκαϊνη, να περάσει στον πρόσθιο θάλαμο του ματιού και να δημιουργήσει την παθολογία στο φακό του ματιού και στην ίριδα (βλ., ιδίως, την από 30-11-2007 ιατρική γνωμάτευση του Κ.).
Η εκτίμηση αυτή, μάλιστα, συμπίπτει και με την εκτίμηση του Μ., ότι ο πολιτικώς ενάγων υπέστη τοξική κερατοπάθεια, η οποία διαπιστώνεται την επομένη ή τις πρώτες μέρες μετά την εγχείρηση, όταν δε εξέτασε ο ίδιος τον Κ. την 30-4-2007 (Ο Κ. μεταθέτει την ημερομηνία αυτή την 24-5-2007) διαπίστωσε πολύ χαμηλή όραση, θολό κερατοειδή, υψηλή πίεση του καταρράκτη, για το λόγο αυτό του έκοψε αρκετά κορτιζονούχα, που προκαλούν επιπλοκές, του είχαν ανεβάσει την πίεση και εμπόδιζαν την επιθηλιοποίηση. Καταλήγει ότι κάτι δεν έγινε όπως έπρεπε αναφορικά με την μετεγχειρητική παρακολούθηση του ασθενούς.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να αναγκασθεί ο πολιτικώς ενάγων να υποβληθεί σε εγχείρηση αφαίρεσης καταρράκτη, στο δεξί μάτι, μόλις αυτό κατέστη χειρουργήσιμο, από τον Κ., στις 2-10-2007 και σε μεταμόσχευση κερατοειδούς, στις 4-12-2007. Περαιτέρω, στις 18-3-2008 υποβλήθηκε σε επέμβαση αφαίρεσης καταρράκτη και μεταμόσχευσης κερατοειδούς, στο αριστερό του μάτι, από τον ίδιο γιατρό. Μετά από αυτά, διαπιστώθηκε, από τον Κ., ότι ο Κ. έπασχε από προχωρημένο γλαύκωμα, με κοίλανση 99% δεξιά, σημαντική επιθηλιοπάθεια κερατοειδή και απόπτωση αριστερά, με πιθανή απόρριψη μοσχεύματος και γλαύκωμα υπό έλεγχο αριστερά, με κοίλανση 50% περίπου.
Ως αιτία του γλαυκώματος κρίθηκε ότι ήταν πιθανή υπερτονία από χρήση κορτικοστεροειδών ή διήθηση του ακτινωτού σώματος, από κάποιο τοξικό κολλύριο (π.χ. τοπικό αναισθητικό) (βλ., ιδίως, την από 8-1-2010 συμπληρωματική ιατρική γνωμάτευση του Κ.). Η σημερινή κατάσταση των ματιών του πολιτικώς ενάγοντα εμφανίζεται ως εξής: Το δεξί του μάτι έχει πλήρη απώλεια της κεντρικής όρασης (είναι ουσιαστικά τυφλός-όραση 1/10), από δε το αριστερό, έχει όραση 4/10 (βλ., ιδίως, την κατάθεση του μάρτυρα Κ. και την απολογία του κατηγορουμένου, στο ακροατήριο).
Από την ιατρική γνωμάτευση του χειρουργού οφθαλμιάτρου Κ. Κ. με ημερομηνία 8-12-2009 προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η τήξη του κερατοειδούς άμφω οφείλεται πιθανώς σε κατάχρηση τοπικού αναισθητικού μετεγχειρητικά, ότι πιθανή αιτία της πρωτοπαθούς νόσου είναι η τοξική κερατίτιδα και ότι η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση οφείλεται πιθανώς στην χρόνια χρήση τοπικών στεροειδών προ της μεταμόσχευσης κερατοειδούς δεξιού οφθαλμού. Σύμφωνα με την από 25-4-2013 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με τη με αριθμό 181/2013 απόφαση του Στρατοδικείου Αθηνών, η οποία διενεργήθηκε από το Μ. Π., Επιμελητή Α’ ΕΣΥ, της Β’ Πανεπιστημιακής Οφθαλμολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τα προεγχειρητικά στοιχεία που υπήρχαν, δεν υποδείκνυαν αντένδειξη για τη διενέργεια της επέμβασης φωτοδιαθλαστικής εκτομής, με τη μέθοδο PRK, στην οποία υποβλήθηκε ο πολιτικώς ενάγων, ενώ η άμεση μετεγχειρητική αγωγή είναι αυτή που συνηθίζεται σε τέτοιου είδους επεμβάσεις.
Αντίθετα, λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από τις 20-1-2007 και του γεγονότος ότι ο ασθενής έχει, πλέον υποβληθεί σε τρεις επεμβάσεις μεταμόσχευσης κερατοειδούς, δεν υφίσταται κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για την εικόνα και την ακριβή φύση της επιπλοκής που παρουσιάστηκε στον ασθενή μετεγχειρητικά. Πέραν αυτών, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι δεν είναι δυνατή η αξιολόγηση της θεραπευτικής μετεγχειρητικής αγωγής, για την πιθανή ανεπάρκεια επούλωσης του επιθήλιου και της συνακόλουθης αμφοτερόπλευρης θόλωσης και τήξης του κερατοειδούς του πολιτικώς ενάγοντος, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων της διεγχειρητικής και κυρίως, μετεγχειρητικής εικόνας του ασθενούς, σε κάθε στάδιο των κρίσιμων τεσσάρων πρώτων μετεγχειρητικών μηνών, δηλαδή από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 2007.
Εντύπωση, τέλος, προκαλούν τα συμπεράσματα δύο εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, τη σύνταξη των οποίων ζήτησε ο κατηγορούμενος από τον Γ. Κ., επίκουρο καθηγητή οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης και τον Μ. Μ., οφθαλμίατρο και προσκόμισε στο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις οποίες “η κατάσταση της όρασης του πολιτικώς ενάγοντα δείχνει να οφείλεται σε μία εξαιρετικά σπάνια και ασυνήθιστη διαταραχή στην επούλωση του επιθηλίου του κερατοειδούς, συνδυασμό με το εμφανισθέν γλαύκωμα, γεγονότα που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν”, και “αιτία της εικόνας που εγώ συνάντησα την 30-4-2007 θεωρώ πως ήταν η τοξική κερατοπάθεια, επιπλοκή πολύ σπάνια, που κατά την βιβλιογραφία διαπιστώνεται την επόμενη ημέρα ή έστω τις πρώτες ημέρες μετά την εγχείρηση.
Δεν γνωρίζω, ούτε κατανοώ τους λόγους που η επιπλοκή αυτή δεν εντοπίσθηκε επί τρεις μήνες, αν και ο Δ. Κ., όπως ισχυρίζεται, παρακολουθείτο εκ του σύννεγυς από οφθαλμίατρο στον τόπο κατοικίας του”, αντίστοιχα. Δύο απλά σχόλια επ’ αυτών κρίνονται απολύτως αναγκαία. Η πρώτη πραγματογνωμοσύνη παραλείπει να εξηγήσει για ποίο λόγο το γλαύκωμα δεν μπορούσε να προβλεφθεί και η δεύτερη επιρρίπτει, κατά τρόπο μάλλον άκομψο, την ουσιαστική αδράνεια επί τρίμηνο στον Τ., ενώ θεράπων ιατρός του ασθενούς ήταν ο κατηγορούμενος. Ο παθών Δ. Κ. καταθέτει, μεταξύ άλλων, ότι την 27-1-2007 ο Τ. διέγνωσε απόπτωση επιθηλίου, δεν συνέβη ποτέ επαναθηλιοποίηση γιατί ο Ι. είχε χειρουργήσει με προχειρότητα, γιατί του χορήγησε μετά την επέμβαση αναισθητικό και γιατί έγινε υπερβολική χρήση κορτιζόνης.
Από την επέμβαση (20-1-2007) έως την 3-4-2007 έπαθε μόνιμη διαστολή κόρης και μη επούλωση επιθηλίου. Το επιθήλιο έκλεισε μετά από πολλούς μήνες όταν πλέον τον παρακολουθούσε ο Κ., αλλά ουσιαστικά ήταν άχρηστο. Ο καταρράκτης και το γλαύκωμα δεν διαπιστώθηκαν τον πρώτο καιρό. Από την επέμβαση έως την 3-4-2007 έπαθε επίσης ερυθρότητα, φωτοφοβία και πίεση στο μάτι. Έχει κάνει μία μεταμόσχευση κερατοειδούς στο δεξί μάτι, δύο στο αριστερό μάτι και το δεξί μάτι έχει καταστραφεί. Είχε τηλεφωνήσει συνολικά τριάντα φορές στον Ι. μετά την επέμβαση. Ο Τ. δεν γνώριζε ούτε να κάνει επεμβάσεις μυωπίας με λέιζερ, ούτε να παρακολουθεί ασθενείς με επιπλοκές από τέτοιες επεμβάσεις. Πήγαινα στον Τ. επειδή ανησυχούσα και επειδή ο Ι. δεν ασχολιόταν με το πρόβλημά μου.
Ο Τ. δεν είχε ποτέ την ευθύνη της αποθεραπείας μου, παρά ήταν το χέρι που συνταγογραφούσε τις συνταγές του Ι.. Ο κατηγορούμενος μου είχε πει ότι έχω ίωση κερατοειδούς και ότι το διάστημα από 31-3-2007 έως 26- 5-2007 δεν θα πήγαινε στην Αθήνα. Εκείνο το διάστημα δημιουργήθηκαν τα σοβαρότερα προβλήματα, εκείνος αδιαφόρησε και εγώ αισθάνθηκα ότι με είχε εγκαταλείψει. Το γλαύκωμα και ο καταρράκτης θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Ο οφθαλμίατρος Σ. Τ. καταθέτει ότι με την χορήγηση μεγάλης ποσότητας κορτιζόνης δεν κλείνει το επιθήλιο και στην συνέχεια προκύπτει καταρράκτης και υψηλή πίεση στα μάτια. Η ζημιά στο οπτικό νεύρο έγινε στο χρονικό διάστημα από το Μάρτιο έως το Μάιο του 2007, γιατί ο ασθενής έπαιρνε κορτιζόνη και ανέβαινε η πίεση του ματιού. Η κεντρική τοξική κερατοπάθεια οφείλεται στη συχνή χρήση κορτιζόνης.
Όταν διαπίστωσα την επιπλοκή, είπα στον Κ. ότι δεν αναλάμβανα το περιστατικό και του συνέστησα να επισκεφθεί το θεράποντα ιατρό του. Ο Ι. τον καθησύχαζε και τον έστελνε σε μένα. Ο χειρουργός οφθαλμίατρος Α.- Ι. Κ., ο οποίος ανέλαβε τελικά τον Δ. Κ. καταθέτει, μεταξύ άλλων, ότι στις διαθλαστικές επεμβάσεις διόρθωσης μυωπίας χρησιμοποιούνται φάρμακα κορτικοειδή και αντιφλεγμονώδη, τα συντηρητικά των οποίων ενοχοποιούνται για πολύ σοβαρά προβλήματα. Εγώ σε μία περίπτωση σαν του Κ., αν δεν μπορούσα να δω τον ασθενή στο ιατρείο μου, θα τον παρέπεμπα σε άλλο γιατρό.
Η χρήση αναισθητικού πέραν της πρώτης ημέρας από την επέμβαση μπορεί να είναι πρωταγωνιστής, μαζί με τη χρήση κορτιζόνης, στη μείωση της επιθηλιοποίησης και στην απόπτωση του επιθηλίου. Την 24-5-2007 ήταν αδύνατο να εκτιμήσω άμεσα το γλαύκωμα λόγω της κατάστασης και των φαρμάκων που είχαν περάσει στο φακό του ματιού από την ίριδα. Το γλαύκωμα για να εγκατασταθεί χρειάζεται δυο-τρεις μήνες από τη στιγμή που οι μετρήσεις της ενδοφθάλμιας πίεσης θα είναι μεγάλες. Ο σημαντικός πόνος και η κακή όραση του ασθενούς σε διάστημα μιας εβδομάδας μετά την επέμβαση, θα αποτελούσαν ενδείξεις συναγερμού για το γιατρό. Η εκτίμησή μου, στις 31-5-2007, ήταν ότι η βλάβη που έβλεπα ήταν απόρροια της χρήσης φαρμάκων το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Το πρόβλημα του παθόντος ήταν πολυπαραγοντικό και ο πιο σημαντικός λόγος της απώλειας της όρασης στο δεξί μάτι ήταν το γλαύκωμα. Μέχρι το τέλος Μαρτίου 2007 είχε αρχίσει λογικά να εγκαθίσταται το γλαύκωμα και κάποια βλάβη στο οπτικό νεύρο σε ποσοστό 5-25%. Αν είχα χειρουργήσει ενώ τον Κ. και προέκυπτε ένα πρόβλημα που δεν λυνόταν, θα του συνιστούσα να επισκεφθεί το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πάτρας ή Ιωαννίνων. Επίσης το … έχει συνεργάτες εξαιρετικά καταρτισμένους και γνώστες του αντικειμένου και ο Ι. θα μπορούσε να ζητήσει τη γνώμη τους. Το φιαλίδιο του κολλυρίου exocin είναι χωρητικότητας 10 ml και περιέχει 5 ml.
Άρα στο φιαλίδιο μπορούσε να γίνει έγχυση 5 ml αναισθητικού. Ο Ι. την 31-3-2007 που είδε τον ασθενή θα μπορούσε να σταματήσει την κορτιζόνη. Η κεντρική τοξική κερατοπάθεια είναι τυχαία, οφείλεται στο λέιζερ και φάνηκε από την πρώτη εβδομάδα μετά την επέμβαση. Ο κατηγορούμενος απολογούμενος δεν αποδέχεται την κατηγορία και ισχυρίζεται ότι ο ασθενής Κ. αρνήθηκε να παραμείνει στην Αθήνα προκειμένου να τον εξετάσει την επομένη της επέμβασης, επιλέγοντας να επιστρέψει στο Αγρίνιο και να αναθέσει την παρακολούθηση της μετεγχειρητικής του πορείας στον Τ.. Τονίζει ότι “εγώ από εκεί και μετά παύω να είμαι θεράπων ιατρός”. Ο Τ. του ανέφερε πλήρη ίαση του επιθηλίου αλλά ο ασθενής ανέφερε ενοχλήσεις.
Είδε τον ασθενή μετεγχειρητικά μόνο την 31-3-2007, αυτός δε παρουσίαζε εικόνα χημικής κερατοπάθειας, χαμηλή όραση, κόρη έκκεντρη, αν και o κερατοειδής ήταν διαυγής και η πίεση φυσιολογική. Επικοινώνησε με τον τότε Διευθυντή του … που του συνέστησε να παραπέμψει τον ασθενή σε γιατρό εξειδικευμένο στο κερατοειδή, τον Μ. Μ.. Τελικά, ο ασθενής πήγε μετά από πολύ καιρό στο Μ. και ο τελευταίος του μίλησε για χημική κερατοπάθεια. Η αντιμετώπιση των επιπλοκών είναι θέμα ιατρών εξειδικευμένων στον κερατοειδή. Θεράπων ιατρός στη περίπτωση του Κ. ήταν ο Τ.. Με κατηγορούν για αδιαφορία, αλλά έχουν υπάρξει πολλά τηλεφωνήματα μεταξύ μας και τα περισσότερα τα έκανα εγώ.
Ο ασθενής έπαθε τοξική χημική κερατοπάθεια. Αποκλειστική αιτία για την πρόκληση του γλαυκώματος ήταν η χορήγηση κορτιζόνης χωρίς αντιγλαυκωματική αγωγή. Υποθέτω ότι κάτι συνέβη στον Κ., όπως για παράδειγμα ή τροχαίο ατύχημα ή κάποια λοίμωξη και τον παρακολουθούσε και άλλος γιατρός. Ο καταλογισμός της ευθύνης σε μένα, χωρίς την απόδοση ευθύνης στον Τ., είναι πέραν κάθε λογικής. Σε πολλούς ασθενείς συμβαίνει να είναι το ένα μάτι τεμπέλικο, αμβλυωπικό, χωρίς ποτέ να το καταλάβει ο ασθενής. Μετά τις 31-3-2007 δεν είχαμε καμμία επαφή με τον ασθενή γιατί τον παρέπεμψα στον Μ..
Ήταν επιλογή του ασθενούς να φύγει για το Αγρίνιο μετά την επέμβαση και από τη στιγμή που έφυγε, δεν είχα άλλη υποχρέωση απέναντι του. Αρνούμαι ότι είχα ενεργό συμμετοχή στη χορήγηση φαρμάκων. Στις 31-3-2007 ο ασθενής δεν είχε καταρράκτη και το οπτικό νεύρο ήταν ακέραιο. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι το αντικείμενο της παρούσας δίκης περιορίζεται στον έλεγχο της συμπεριφοράς την οποία επέδειξε ο κατηγορούμενος αναφορικά με την περίπτωση του Δ. Κ. κατά το χρονικό διάστημα από 3-4-2007 (για το λόγο ότι η ημερομηνία κατά την οποία κινήθηκε σε βάρος του η ποινική δίωξη με το υπ’ αριθμό 427/12 κλητήριο θέσπισμα Εισαγγελέως Στρατοδικείου Αθηνών, είναι η 3-4-2012, οπότε αυτή ανατρέχει, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα της διωχθείσας πράξης, στο παρελθόν μέχρι την πενταετία) έως 24-5-2007 (ημερομηνία κατά την οποία τον ασθενή Κ. ανέλαβε ο χειρουργός οφθαλμίατρος Α.ς-Ι. Κ.).
Παρά ταύτα για λόγους ιστορικής ενότητας, πληρότητας και συνάφειας κρίθηκε απαραίτητο στο ιστορικό της παρούσας απόφασης να εκτεθεί και πάλι το σύνολο των πραγματικών περιστατικών ήδη από την ημερομηνία της επέμβασης (20-1-2007), διότι διαφορετικά η δικανική κρίση θα ήταν επισφαλής, αφού οι δύο φάσεις της υπόθεσης (20-1-2007 έως 2-4-2007 και 3-4-2007 έως 24-5-2007) συνδέονται άρρηκτα και αιτιωδώς μεταξύ τους. Ποινικά, πάντως, ελέγχεται η συμπεριφορά του κατηγορουμένου στη δεύτερη φάση αυτής.
Τα ζητήματα, μάλιστα, τα οποία σχετίζονται με τον έλεγχο αυτό έχουν να κάνουν με το εάν ο κατηγορούμενος εξακολούθησε να είναι θεράπων ιατρός του Κ. μετά την επέμβαση της 20-1-2007 και μέχρι την 24-5-2007 και, σε καταφατική περίπτωση, εάν έπραξε ότι επέβαλε η ειδικότητά του για να προστατεύσει την υγεία του ασθενούς του ή όχι, τέλος, δε, εάν υπήρξαν ενέργειες ή παραλείψεις του, οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα.
Τονίζεται και πάλι ότι οι όποιες ενέργειες ή παραλείψεις του κατηγορουμένου θα πρέπει να έχουν εκδηλωθεί από 3-4-2007 έως 24-5-2007 και να έχουν ως συνέπεια, είτε την πρόκληση συγκεκριμένης σωματικής βλάβης, είτε τη δημιουργία κατάστασης υγείας χειρότερης της προηγούμενης, με την έννοια της πρόκλησης ή επίτασης μιας ανώμαλης παθολογικής κατάστασης.
Επί των προηγηθέντων ισχυρισμών του κατηγορουμένου, παρατηρείται ότι η μονομερής απόδοση της ιδιότητας του θεράποντα ιατρού στον Τ., δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά αποτελεί υπερασπιστικό ελιγμό αποφυγής του κατηγορουμένου από την ευθύνη που του αναλογεί, αφού αυτός, και μόνο αυτός είχε την απόλυτη πρωτοβουλία για τη συνταγογράφηση της συνέχεια μεταβαλλόμενης μετεγχειρητικής φαρμακευτικής αγωγής του πολιτικώς ενάγοντα, ενώ καμία αυτόβουλη σχετική ενέργεια δεν αποδίδεται, όχι μόνο σε κάποιο μάρτυρα, αλλά και από τον ίδιο, στον Τ..
Επιπρόσθετα, η δοσολογία των φαρμάκων, κατά τη μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς, αποτέλεσε αποκλειστικό έργο του κατηγορουμένου, αφού και αυτή λάμβανε χώρα υπό την αποκλειστική καθοδήγηση και υπόδειξη του ιδίου, γεγονός που αποδεικνύει την κυρίαρχη θέση του επί του συνόλου της μετεγχειρητικής πορείας του πολιτικώς ενάγοντα. Επισημαίνεται, ιδιαίτερα, ότι δεν υφίσταται αποδεικτικό στοιχείο επί του οποίου έλαβε χώρα οποιαδήποτε εμπλοκή ή πρωτοβουλία του Τ., στη χορηγούμενη δοσολογία των σκευασμάτων.
Αντίθετα, η ομολογούμενη από τον ίδιο, συχνή τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Τ., και η επίσης ομολογούμενη πίεση που εξασκούσε στον Κ. για να επισκέπτεται συνέχεια τον Τ., αποδεικνύουν το αυτονόητο, ότι, δηλαδή, ο κατηγορούμενος ήταν εκείνος ο οποίος, ως θεράπων ιατρός του, είχε αναλάβει, εξ’ ολοκλήρου, και την μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς, αφού είναι αδύνατο να διανοηθεί κανείς ότι την πορεία αυτή, εν όψει, μάλιστα, και των σοβαρών επιπλοκών που, εν τω μεταξύ, εμφανίσθηκαν, την είχε αναλάβει ένας οφθαλμίατρος, ο οποίος δεν διέθετε εμπειρία σε επεμβάσεις διόρθωσης μυωπίας με χρήση λέιζερ, όπως ήταν ο Τ.. Πέραν αυτών, ο κατηγορούμενος αποδέχεται ότι την 31-3- 2007 (δύο και πλέον μήνες μετά την επέμβαση) εξέτασε τον ασθενή στο … και διαπιστώνοντας την άσχημη κατάσταση των οφθαλμών του τον παρέπεμψε στον Μ., ενώ την ίδια ημέρα (κατά τον Κ. την 3-2-2007) συνταγογράφησε και τη νέα φαρμακευτική αγωγή.
Πως είναι λοιπόν δυνατό να γίνει δεκτό ότι η μεταξύ τους σχέση (θεράποντος ιατρού-ασθενούς) είχε διακοπεί μετά την επέμβαση της 20-1-2007, για το λόγο ότι ο Κ. επέστρεψε στο Αγρίνιο και ανέθεσε την αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής πορείας στον Τ., αν και αυτός (ο κατηγορούμενος) συνέχιζε να διενεργεί ιατρικές πράξεις, σύμφωνα με την έννοια του Ν. 3418/2005.
Επιπροσθέτως από αναλυτική κατάσταση τηλεφωνικών κλήσεων του κινητού τηλεφώνου του Κ. (…) προς το κινητό τηλέφωνο του κατηγορουμένου (…), η οποία προσκομίσθηκε με επίκληση στο δικάζον Δικαστήριο και δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του τελευταίου, προκύπτει ότι ο ασθενής είχε επικοινωνήσει μαζί του τις ημερομηνίες 10-1-2007, 19-1-2007, 24-1-2007, 26-1-2007, 27-1-2007, 28-1-2007, 1-2-2007, 12-2-2007, 13-2-2007, 20-2-2007, 21-2-2007, 23-2-2007, 26-2-2007, 27-2-2007, 6-3-2007, 9-3-2007, 11-3-2007, 12-3-2007, 16-3-2007, 27-3-2007, 2-4-2007, κυρίως όμως τις ημερομηνίες 16-4-2007, 27-4-2007, 30-4-2007, 8-5-2007 και 23-5-2007, οι οποίες ευρίσκονται και εντός του ελεγχόμενου χρονικού διαστήματος, προκειμένου να αναζητήσει λύση στα επιδεινούμενα προβλήματα όρασης που αντιμετώπιζε από τον θεράποντα ιατρό του και όχι απλώς από ένα ιατρό με συμβουλευτικό ρόλο.
Η μη διακοπή του μεταξύ τους συνδέσμου προκύπτει, τέλος, και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατά τις ημερομηνίες 22-1-2007, 29-1-2007, 12-2-2007 και 28-2-2007 είχε χορηγήσει από το Ναυτικό Νοσοκομείο Κρήτης, όπου υπηρετούσε, οίκοι νοσηλεία στον ευρισκόμενο στο Αγρίνιο ασθενή του, στη δεύτερη δε από αυτές έχει θέσει και τη διάγνωση “κεντρική απόπτωση επιθηλίου κερατοειδούς ΔΑΟ” γεγονός που αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι ο ίδιος (κατηγορούμενος) είχε ορθή ενημέρωση για την κατάσταση της υγείας του Κ. και, συνεπώς, είναι ανειλικρινής ο ισχυρισμός του ότι ο Τ. του είχε αναφέρει πλήρη ίαση του επιθηλίου.
Το τι ακριβώς όφειλε να πράξει ο κατηγορούμενος, ως θεράπων ιατρός του ασθενούς Κ. από τις αρχές Απριλίου 2007 έως την 24-5-2007, καθορίζεται και οριοθετείται από τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν τόσο ο Μ., όσο και ο Κ.. Συγκεκριμένα ο πρώτος του διέκοψε αρκετά κορτιζονούχα, που προκαλούν επιπλοκές, του είχαν ανεβάσει την πίεση και εμπόδιζαν την επιθηλιοποίηση και ο δεύτερος του χορήγησε κορτιζόνη χωρίς συντηρητικά, καθώς και αυτόλογο ορό, δηλαδή φυσιολογικό ορό, που παρασκευάσθηκε από το αίμα του ασθενούς, με συνέπεια να υπάρξει τον Ιούλιο του 2007 πλήρης επούλωση της επιφάνειας του κερατοειδούς.
Βέβαια, ανεξάρτητα από την εξέλιξη αυτή, είχε δημιουργηθεί και εγκατασταθεί στο μεταξύ και στα δύο μάτια, τόσο καταρράκτης (θόλωση του φυσικού φακού των οφθαλμών) όσο και γλαύκωμα (βλάβη του οπτικού νεύρου που προκαλείται από υψηλή πίεση στα μάτια). Ο ασθενής σήμερα από το δεξιό οφθαλμό έχει μόνο αντίληψη του φωτός, μη διορθούμενη (ουσιαστικά τυφλός) και από τον αριστερό οφθαλμό έχει οπτική οξύτητα 1/10 χωρίς διόρθωση (γυαλιά) και 5/10 με διόρθωση (βλ. την από 25-4-2013 έκθεση πραγματογνωμοσύνης χειρουργού οφθαλμιάτρου Μ. Π.).
Αναφορικά, πάντα, με τον καταρράκτη και το γλαύκωμα προκύπτει ότι ο μεν πρώτος διαπιστώνεται για πρώτη φορά την 30-4-2007 από τον Μ., ενώ συγχρόνως και ο ίδιος ο κατηγορούμενος αποδέχεται ότι την 31-3-2007 ο ασθενής δεν είχε καταρράκτη, το δε δεύτερο διαπιστώνεται επίσημα για πρώτη φορά από τον Κ. τον Οκτώβριο του 2007 μετά την αφαίρεση του καταρράκτη, ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος αποδέχεται, ομοίως, ότι την 31-3-2007 που εξέτασε τον Κ., το οπτικό νεύρο ήταν ακέραιο.
Εφ’ όσον, μάλιστα, γίνει δεκτή η άποψη του Κ. ότι μέχρι το τέλος Μαρτίου 2007 είχε αρχίσει λογικά να εγκαθίσταται το γλαύκωμα και κάποια βλάβη στο οπτικό νεύρο σε ποσοστό 5-25%, τότε υποχρεωτικά οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η πλήρης εξέλιξη του γλαυκώματος, αλλά σύμφωνα με τα αμέσως προηγούμενα, και του καταρράκτη, έλαβε χώρα κατά το κρίσιμο διάστημα από 3-4-2007 έως 24-5-2007, λόγω της συνεχιζόμενης φαρμακευτικής αγωγής την οποία είχε εφαρμόσει ο κατηγορούμενος.
Ανεξάρτητα, όμως, από το ενδεδειγμένο ή μη της φαρμακευτικής αγωγής κατά το είδος των σκευασμάτων και τη δοσολογία αυτών, ο κατηγορούμενος, εφ’ όσον δεν ήταν σε θέση, είτε λόγω έλλειψης επιστημονικής γνώσης και εξειδίκευσης στο πρόβλημα του Κ. (κεντρική τοξική κερατοπάθεια), είτε λόγω του ότι δεν είχε τον ασθενή κοντά του (ο τελευταίος διέμενε μεν μόνιμα στο Αγρίνιο, ισχυρίζεται όμως ότι και ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 31-3-2007 έως 26-5-2007 δεν θα ερχόταν στην Αθήνα από τα Χανιά, όπου υπηρετούσε, ισχυρισμός ο οποίος δεν αντικρούσθηκε από πλευράς κατηγορουμένου) να τον παραπέμψει σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο της εβδομάδας από την επέμβαση (βλ. σχετικά την από 9-9-2014 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, με πρωτοβουλία του κατηγορουμένου, από τον επίκουρο καθηγητή οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης Γ. Κ.) σε Τμήμα κερατοειδούς του Νοσοκομείου Ιωαννίνων ή Πάτρας ή έστω να ζητήσει τη συνδρομή ενδεχομένως πλέον εξειδικευμένων στο αντικείμενο ιατρών του … (βλ. κατάθεση Κ. στο ακροατήριο), το οποίο έπραξε μεν με την παραπομπή του Κ. στο Μ., καθυστερημένα και ατελέσφορα.
Περαιτέρω, από την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε πλήρως ότι η εκτίμηση της πορείας της υγείας του πολιτικώς ενάγοντα, από την πλευρά του κατηγορουμένου, πραγματοποιείτο όχι με εκ του σύνεγγυς εξετάσεις, αλλά, σχεδόν αποκλειστικά, μέσω πληροφοριών, οι οποίες παρέχονταν τηλεφωνικά, κατ’ επανάληψη, από τους Κ., Τ. και Γ., ενώ επίσης, με σαφήνεια και πληρότητα προέκυψε ότι τα φάρμακα που χορηγήθηκαν στον πολιτικώς ενάγοντα, από την ημερομηνία της επέμβασης έως και την 24-5-2007, μπορεί να θεωρούνται ιατρικώς ενδεδειγμένα για μία φυσιολογική μετεγχειρητική πορεία, η δοσολογία τους όμως (ιδίως εκείνων που περιείχαν κορτιζόνη) ήταν ανεπίτρεπτη για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα περιστατικό με σοβαρές επιπλοκές, αφού ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσαν ενδοφθάλμια πίεση, που αποτέλεσε τη βασική αιτία των όσων επακολούθησαν.
Πέραν αυτών, ο κατηγορούμενος παρά το ότι έγινε έγκαιρα γνώστης των προβλημάτων και επιπλοκών που παρουσίασε ο πολιτικώς ενάγων, εν τούτοις ουδέποτε μπόρεσε να αξιολογήσει την πραγματική κατάσταση της υγείας του Κ., ούτε επεδίωξε την πλήρη και διεξοδική ενημέρωσή του, καθώς και την ακριβή αποτύπωση της σοβαρότητας του περιστατικού. Αντίθετα, φαίνεται ότι επαναπαυόταν στην περιγραφόμενη κατάσταση, αρκούμενος κατά διαστήματα στην αλλαγή της ακολουθούμενης φαρμακευτικής αγωγής.
Εντελώς παραδόξως και σε αντίθεση με κάθε έννοια ιατρικής δεοντολογίας, ο κατηγορούμενος επέδειξε την ίδια απαθή θεώρηση και ιατρική αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του πολιτικώς ενάγοντα και κατά την εκ του σύνεγγυς εξέταση του τελευταίου, στις 31-3-3007, όταν ο ίδιος διαπίστωσε το μέγεθος του προβλήματος και απλά στράφηκε, πλέον, σε αναζήτηση άλλου γιατρού, χωρίς να ακουστεί από την πλευρά του, οποιαδήποτε αναφορά στη λανθασμένη, κατά τους ισχυρισμούς του, μέχρι τότε ιατρική συμπεριφορά του υποτιθέμενου θεράποντα γιατρού Τ..
Αν δε υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός από πλευράς του πολιτικώς ενάγοντα, ότι προηγήθηκε άλλη εξέταση του ιδίου, από τον κατηγορούμενο, στις 3-2-2007, ισχυρισμός ο οποίος κρίνεται ως ιδιαίτερα πιθανός, δεδομένου ότι η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με την ημερομηνία αλλαγής της φαρμακευτικής αγωγής, την οποία αποδέχεται και ο κατηγορούμενος, η πλήρης αδράνεια και η απάθεια του κατηγορουμένου επί της άσχημης μετεγχειρητικής πορείας του Κ., η οποία τότε διαμορφωνόταν, είναι εμφανέστατη, αφού ούτε του επισήμανε τον κίνδυνο να χάσει την όρασή του, ούτε τον παρέπεμψε σε άλλο γιατρό αμέσως, αν ο ίδιος δεν είχε την ικανότητα να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Υπάρχουν συγκεκριμένοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι δεν συνάντησε τον Κ. την 3-2-2007, ότι δεν συνταγογράφησε (για την ακρίβεια δεν πρότεινε ποτέ τα φάρμακα Medrol (κορτιζόνη σε δισκία) και Salagen (πυροκαρπίνη κατά της ξηροφθαλμίας) και ότι την 31-3-2007, αμέσως μετά την εξέταση του Κ., τον παρέπεμψε στο Μ. μετά από συνεννόηση με αυτόν.
Οι ισχυρισμοί του όμως αυτοί ουδόλως ενισχύονται από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας δεδομένου ότι, αν και είχε, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, υποχρέωση να τηρεί ιατρικό αρχείο με τα συγκεκριμένα δεδομένα (ημερομηνία επισκέψεων, διαγνώσεις, φαρμακευτική αγωγή κ.λπ.) ουδέν σχετικό αρχείο τηρούσε, σε αντίθεση με τον πλήρως οργανωμένο πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος τηρούσε και προσκόμισε στο Δικαστήριο προσωπικό υπόμνημα με φαρμακευτική αγωγή ανά εβδομάδα από 20-1-2007 έως 23-5-2007, δύο ιδιόχειρες συνταγές του κατηγορουμένου και μία του Μ., ενισχύοντας, έτσι, τη θέση του έναντι του θεράποντος ιατρού του.
Επίσης ο Μ. ουδόλως αναφέρεται στην ημερομηνία κατά την οποία ο κατηγορούμενος παρέπεμψε ατύπως σ’ αυτόν τον Κ., ενώ αναφορικά με τα σκευάσματα Medrol και Salagen τα οποία ο κατηγορούμενος φέρεται να χορήγησε (το πρώτο από 16 έως 30-4-2007 και το δεύτερο από 1 έως 23-5-2007) στον ασθενή του, ο μάρτυρας Κ. βεβαιώνει ότι πολύ μικρή επίδραση έχουν οφθαλμολογικά, σε σχέση με τα κορτιζονούχα κολλύρια, τα οποία είχαν προηγηθεί. Κατόπιν όλων αυτών καθίσταται προφανές ότι ο κατηγορούμενος, ως θεράπων ιατρός του Κ. ευθύνεται, διότι, κατά το από 3-4-2007 έως 24-5-2007 χρονικό διάστημα, ενώ είχε διαπιστώσει ότι ο ασθενής του παρουσίασε μετά την επέμβαση διόρθωσης μυωπίας με λέιζερ την 20-1-2007, μεταξύ άλλων, και κεντρική απόπτωση επιθηλίου κερατοειδούς λόγω κεντρικής τοξικής κερατοπάθειας και των δύο οφθαλμών, εν τούτοις παρέλειψε να διακόψει την κορτιζονούχο αγωγή με συντηρητικά, την οποία επί δύο και πλέον μήνες μετά την επέμβαση ο ίδιος χορηγούσε στον ασθενή του, και να του χορηγήσει ήπια κορτιζόνη και αυτόλογο ορό προκειμένου να επουλωθεί το επιθήλιο του κερατοειδούς των οφθαλμών και αντιμετωπισθεί η ενδοφθάλμια πίεση και η θόλωση του φυσικού φακού αυτών, με συνέπεια το παραπάνω χρονικό διάστημα να ωριμάσει πλήρως ο καταρράκτης και στους δύο οφθαλμούς και να εγκατασταθεί πλήρως το γλαύκωμα, ομοίως και στους δύο οφθαλμούς του πολιτικώς ενάγοντος Κ.
Επιπροσθέτως ευθύνεται, διότι, ενώ αντιλαμβανόταν την κρισιμότητα της κατάστασης και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα, αδιαφόρησε και δεν παρέπεμψε από την πρώτη μετεγχειρητική εβδομάδα τον Κ., είτε στο πλησιέστερο στον τόπο κατοικίας του Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο είτε σε πλέον εξειδικευμένους ιατρούς του …, όπου είχε πραγματοποιηθεί η επέμβαση διόρθωσης μυωπίας.
Είναι αυτονόητο ότι ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί στις προαναφερόμενες ενέργειες και να αποτρέψει το αποτέλεσμα το οποίο τελικά επήλθε, όχι μόνο διότι ως θεράπων ιατρός είχε, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του Α.Ν.1565/1939 και Ν.3418/2005 που έχουν καταγραφεί στο ιστορικό της παρούσας, την υποχρέωση να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, τη γενική συμβουλευτική υποστήριξη του ασθενούς, δίδοντας προτεραιότητα στην προστασία της υγείας αυτού και να συνεργάζεται αρμονικά με τους συναδέλφους του, προβαίνοντας σε κάθε ενέργεια, προκειμένου να αποφευχθούν τα ιατρικά λάθη και να εξασφαλισθεί η ασφάλεια του ασθενούς του, αλλά και διότι είχε προηγηθεί πράξη του ιδίου, και συγκεκριμένα η επέμβαση της 20-1-2007, συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε κίνδυνος για την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος.
Ο κατηγορούμενος, όμως, όπως προεκτέθηκε, δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του αυτές κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα της μετεγχειρητικής πορείας του ασθενούς του με τα γνωστά αποτελέσματα στην όραση του τελευταίου. Εν όψει των παραπάνω στοιχείων, είναι προφανές ότι η πλημμελής συμπεριφορά του κατηγορουμένου είναι πλήρης, αφού ο ίδιος, ως θεράπων χειρουργός οφθαλμίατρος, παρόλο που, σε επανειλημμένες τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τον πολιτικώς ενάγοντα και με τον Τ., από τις αμέσως επόμενες της επέμβασης μέρες, του γνωστοποιήθηκε ότι ο Κ. αντιμετώπιζε σοβαρές μετεγχειρητικές επιπλοκές, δεν εκτίμησε σωστά την διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση της μετεγχειριτικής κατάστασης της υγείας του, απλά προέβη σε τροποποιήσεις των χορηγηθέντων αρχικά φαρμάκων και σε χορηγήσεις μη ενδεδειγμένης, υπερβολικής δοσολογίας, ιδιαίτερα ως προς τα κορτιζονούχα, δεν προέβη σε κάποια ουσιαστική ενέργεια, όπως όφειλε, για να αναστρέψει την κατάσταση, με το να προειδοποιήσει τον Κ. για τον επερχόμενο σοβαρό κίνδυνο τύφλωσης και να σπεύσει να τον συναντήσει, το συντομότερο, για να τον εξετάσει, αλλά περιορίσθηκε σε μία εκ του μακρόθεν και από τηλεφώνου παρακολούθησή του.
Πέραν αυτού, ούτε και μετά την εκ του σύνεγγυς εξέταση του Κ., που πραγματοποίησε στις 31-3-2007 (αν όχι και στις 3-2-2007) ενήργησε διαφορετικά, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος και να προκληθούν μόνιμες και μη αναστρέψιμες βλάβες στους κερατοειδείς χιτώνες και των δύο ματιών του πολιτικώς ενάγοντα, καταρράκτης και βλάβη του οπτικού νεύρου (γλαύκωμα), με συνεπακόλουθο αποτέλεσμα την σχεδόν πλήρη απώλεια της όρασής του, από το δεξιό μάτι, και μερική απώλεια όρασης, από το αριστερό.
Οι παραπάνω παραλείψεις του κατηγορουμένου ήταν επικίνδυνες και έθεσαν εμπειρικούς όρους κινδύνου για το έννομο αγαθό της μορφικής και λειτουργικής ακεραιότητας του σώματος του πολιτικώς ενάγοντα, πρέπει δε να επισημανθεί ότι αναμφίβολα υφίσταται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραπάνω πλημμελούς συμπεριφοράς του κατηγορούμενου και του επελθόντος αποτελέσματος της βλάβης της υγείας του παθόντα, με μορφή μάλιστα μονιμότητας, αφού είναι προφανές, στην υπό κρίση περίπτωση, ότι οι προαναφερθείσες παραλείψεις του κατηγορουμένου βρίσκονται σε φυσική ενότητα με το επελθόν αποτέλεσμα της παραπάνω μη αναστρέψιμης βλάβης της υγείας του πολιτικώς ενάγοντα.
Η εκδήλωση της παραπάνω πλημμελούς συμπεριφοράς εκ μέρους του κατηγορουμένου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος αναμφισβήτητα δεν πρόβλεψε το ενδεχόμενο να επέλθει βλάβη της υγείας του παθόντα, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε αντικειμενικά να καταβάλει από τις περιστάσεις, και μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να επιδείξει.
Όφειλε, λοιπόν, ο κατηγορούμενος, από τις περιστάσεις, και, πιο συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, λόγω του ιατρικού επαγγέλματος του και της ιδιότητας του ως θεράποντος ιατρού του Κ., να επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων, να επιδείξει εγρήγορση και αφοσίωση κατά την ιατρική διαχείριση του παραπάνω περιστατικού, και να αξιολογήσει με την απαιτούμενη υπευθυνότητα τις ενδείξεις σοβαρών μετεγχειρητικών επιπλοκών, οι οποίες του μεταφέρονταν τηλεφωνικά, κατά τα προαναφερόμενα, τις είχε δε διαπιστώσει και ο ίδιος, ιδίοις όμμασι, τουλάχιστον κατά την εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα, στις 31-3-2007.
Όφειλε, με βάση τις προσωπικές του ικανότητες και ιδιότητες, ως εξειδικευμένος χειρουργός οφθαλμίατρος, να αξιολογήσει κατάλληλα και να διαγνώσει ότι τα συνεχή και επανειλημμένα παράπονα του πολιτικώς ενάγοντα και η περιγραφόμενη από τον ίδιο άσχημη κατάσταση της υγείας του, την οποία και ο ίδιος, τελικά, διαπίστωσε, καταδείκνυε σοβαρότατο πρόβλημα, που χρειαζόταν διαφορετική ιατρική αντιμετώπιση από εκείνη που εφάρμοσε, είχε δε, στη διάθεσή του, τον απαιτούμενο χρόνο και κάθε δυνατότητα να αντιμετωπίσει τη δυσμενή κατάσταση που διαμορφωνόταν.
Βασιζόμενα στα παραπάνω στοιχεία, τα μέλη του Δικαστηρίου κρίνουν, κατά πλειοψηφία, ότι η πράξη, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, στοιχειοθετείται τόσο από αντικειμενικής, όσο και από υποκειμενικής πλευράς, ως εκ τούτου δε ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, για αυτή”. Ακολούθως, το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, αποφάνθηκε, επί λέξει, ως εξής: ”
Κηρύσσει τον κατηγορούμενο, ένοχο κατά πλειοψηφία (με ψήφους δύο έναντι μίας), σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο, πράξη που τελέστηκε, από αυτόν, στην Αθήνα, κατά το από 3-4-2007 έως 24-5-2007 χρονικό διάστημα, και ειδικότερα ένοχο του ότι, ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή Τχης (ΥΙ) που υπηρετούσε στο Πεδίο Βολής Κρήτης, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ ήταν υπόχρεος, λόγω του επαγγέλματος του, ως θεράπων ιατρός ασθενούς, να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε, να καταβάλει, δεν προέβλεψε, ως δυνατό, το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και έτσι προξένησε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας άλλου.
Συγκεκριμένα, ενώ την 20-1-2007, είχε πραγματοποιήσει, ως συνεργαζόμενος ιατρός στο … Laser, που εδρεύει στη Λεωφόρο …, Χαλάνδρι Αττικής, επέμβαση διόρθωσης μυωπίας με τη μέθοδο φωτοδιαθλαστικής κερατοκτομής και στα δύο μάτια του Δ. Κ., κατοίκου Αγρίνιου Αιτωλοακαρνανίας και ενώ ανέλαβε, ως θεράπων ιατρός αυτού, ειδικότητας χειρουργού οφθαλμιάτρου, να παρακολουθεί τη μετεγχειρητική του πορεία και να του χορηγεί την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, έχοντας από τη θέση του αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 του Α.Ν. 1565/1939 “Περί Κώδικος Ασκήσεως του Ιατρικού Επαγγέλματος” και 1 παρ. 3, 4 παρ .2 και 9 παρ. 1 και 4 του Ν. 3418/2005 “Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας”.
Λόγω της προηγηθείσας χειρουργικής επέμβασης, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική αυτού συνδρομή και την γενική συμβουλευτική υποστήριξη του ασθενούς, να προβαίνει δε σε όλες τις ενδεικνυόμενες ενέργειες προς διαφύλαξη και εξασφάλιση της υγείας του ασθενούς, εν τούτοις αυτός, αν και είχε τη δυνατότητα και όφειλε, ως εξειδικευμένος σε επεμβάσεις αυτού του είδους χειρουργός οφθαλμίατρος, να εκτιμήσει και αξιολογήσει ορθά τη μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς του, με βάση την πληροφόρηση και τα στοιχεία που του είχαν παρασχεθεί κατ’ επανάληψη τηλεφωνικά από τον πολιτικώς ενάγοντα, την τότε μνηστή του Α. Γ. και τον οφθαλμίατρο Σ. Τ., αλλά και την εκ του σύνεγγυς εξέταση του ασθενούς την 3-2-2007 και την 31- 3-2007, κατά τις οποίες είχε διαπιστώσει ότι ο ασθενής ήδη εμφάνιζε, μεταξύ άλλων, ΔΑΟ κεντρική απόπτωση επιθηλίου κερατοειδούς λόγω κεντρικής τοξικής κερατοπάθειας, όχι μόνο παρέλειψε, από απερισκεψία του, να διακόψει την κορτιζονούχο αγωγή με συντηρητικά (Dispersadrom, Tobradex, Medrol), την οποία επί δύο και πλέον μήνες μετά την επέμβαση ο ίδιος χορηγούσε στον ασθενή του και να του χορηγήσει ήπια κορτιζόνη χωρίς συντηρητικά και αυτόλογο ορό, προκειμένου να επουλωθεί το επιθήλιο του κερατοειδούς των οφθαλμών του και να αντιμετωπισθεί η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση καθώς και η θόλωση του φυσικού φακού αυτών, αλλά ενώ αντιλαμβανόταν την κρισιμότητα της κατάστασης και ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα, αδιαφόρησε και δεν παρέπεμψε τον ασθενή έγκαιρα, είτε στα πλησιέστερα στον τόπο κατοικίας του Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία Ιωαννίνων ή Πάτρας, είτε σε πλέον εξειδικευμένους ιατρούς του …, όπου είχε πραγματοποιηθεί η επέμβαση διόρθωσης μυωπίας.
Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής του κατηγορουμένου ήταν να δημιουργηθούν και εγκατασταθούν πλήρως κατά το ως άνω χρονικό διάστημα των μηνών Απριλίου, Μαΐου, τόσο καταρράκτης, όσο και γλαύκωμα και στους δύο οφθαλμούς του Κ. και να υποστεί, τελικά, ο ασθενής αυτός μόνιμη αναπηρία και, ειδικότερα, σχεδόν πλήρη απώλεια όρασης από το δεξιό οφθαλμό (έχει μόνο αντίληψη του φωτός μη διορθούμενη) και οπτική οξύτητα 1/10 χωρίς διόρθωση (γυαλιά) και 5/10 με διόρθωση από τον αριστερό οφθαλμό, το αποτέλεσμα δε αυτό δεν προέβλεψε, αν και όφειλε και μπορούσε να προβλέψει ο κατηγορούμενος, ως πιθανό και ενδεχόμενο της παραπάνω συνολικής συμπεριφοράς του”.
Με το ως άνω σκεπτικό και το ως άνω διατακτικό, το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, καταδίκασε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υποχρέου, αναγνωρίζοντάς του την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου, σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία.
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με το ως σκεπτικό και το ως άνω διατακτικό, όπως αυτά αλληλοσυμπληρώνονται, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 17, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ. που εφήρμοσε, τις οποίες, ορθώς ερμήνευσε και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλείπεις ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις, παραβίασε.
Ειδικότερα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, η οποία τελέστηκε από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ιατρό οφθαλμίατρο- χειρουργό, ο οποίος σε προηγούμενη της 3-4-2007 χρονολογία (20-1-2007) διενήργησε επέμβαση διόρθωσης μυωπίας με τη μέθοδο φωτοδιαθλαστικής κερατοκτομής και στους δύο οφθαλμούς του παθόντος, ήταν θεράπων ιατρός αυτού και εξακολουθούσε να είναι θεράπων ιατρός του και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 3-4-2007 μέχρι 24-5-2007, ήταν δε υπόχρεος σε παρακολούθηση της μετεγχειρητικής πορείας του παθόντος και κατά το τελευταίο επίδικο χρονικό διάστημα, περιστατικά που στοιχειοθετούν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση παρεμπόδισης του οποιουδήποτε επιβλαβούς αποτελέσματος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Π.Κ..
Επίσης εκτίθεται ότι η σωματική βλάβη, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, επήλθε εκ του ότι ο αναιρεσείων είχε διαπιστώσει ότι ο ασθενής του μετά την επέμβαση παρουσίαζε κεντρική απόπτωση επιθηλίου κερατοειδούς λόγω κεντρικής τοξικής κερατοπάθειας και των δύο οφθαλμών, ότι την 31-3-2007 τον εξέτασε και δεν είχε καταρράκτη και το οπτικό νεύρο ήταν ακέραιο, ότι και κατά το χρονικό διάστημα από 3-4-2007 μέχρι 24-5-2007, που συνέχιζε να είναι θεράπων ιατρός του, παρέλειψε να διακόψει την κορτιζονούχο αγωγή με συντηρητικά, παρόλο που γνώριζε ότι ήταν ανεπίτρεπτη για μεγάλο χρονικό διάστημα η χορήγησή της, αφού ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε ενδοφλέβια πίεση και αντ’ αυτής έπρεπε να του χορηγήσει ήπια κορτιζόνη και αυτόλογο ορό.
Ακόμη εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων είχε αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης και ενώ ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα, δεν παρέπεμψε έγκαιρα τον ασθενή είτε σε πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, είτε σε πλέον εξειδικευμένους ιατρούς. Η φράση “δεν παρέπεμψε από την πρώτη μετεγχειρητική εβδομάδα τον Κ.”, έχει την έννοια της εκ μέρους του αναιρεσείοντος συνεχούς προς τούτο παραλείψεως, δηλαδή και κατά το χρονικό διάστημα από 3-4-2007 μέχρι 24-5-2007, αφού δέχεται ότι μέχρι την 31-3-2007 δεν είχε καταρράκτη και το οπτικό νεύρο ήταν ακέραιο και ότι η παρέλευση απράκτου του ως άνω χρονικού διαστήματος, σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη χορήγηση κορτιζονούχου αγωγής, είχε ως συνέπεια να δημιουργηθούν και εγκατασταθούν πλήρως, τόσο καταρράκτης, όσο και γλαύκωμα και στους δύο οφθαλμούς του ασθενούς, ο οποίος υπέστη την διαλαμβανόμενη στο σκεπτικό και στο διατακτικό μόνιμη αναπηρία.
Τέλος, εκτίθεται ότι μετά από εκ του σύνεγγυς εξέταση του ασθενούς, που πραγματοποιήθηκε στις 31-3-2007, ο αναιρεσείων δεν εκτίμησε σωστά την επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του ασθενούς και δεν προειδοποίησε αυτόν, δηλαδή και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 3-4-2007 μέχρι 24-5-2007, για τον επερχόμενο σοβαρό κίνδυνο τύφλωσης.
Εξάλλου, αιτιολογείται πλήρως η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του αξιοποίνου αποτελέσματος με την παραδοχή στο διατακτικό της αποφάσεως επί λέξει “…εντούτοις αυτός, αν και είχε τη δυνατότητα και όφειλε, ως εξειδικευμένος σε επεμβάσεις αυτού του είδους χειρουργός οφθαλμίατρος να αξιολογήσει ορθά την μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς του … όχι μόνο παρέλειψε, από απερισκεψία του, να διακόψει την κορτιζονούχο αγωγή με συντηρητικά, αλλά ενώ αντιλαμβανόταν την κρισιμότητα της κατάστασης και ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα, αδιαφόρησε και δεν παρέπεμψε τον ασθενή έγκαιρα, είτε στα πλησιέστερα στον τόπο της κατοικίας του Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία Ιωαννίνων ή Πάτρας, είτε σε πλέον εξειδικευμένους ιατρούς του ….
Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής του κατηγορουμένου ήταν να δημιουργηθούν και εγκατασταθούν πλήρως κατά το άνω χρονικό διάστημα των μηνών Απριλίου, Μαϊου, τόσο καταρράκτης, όσο και γλαύκωμα και στους δύο οφθαλμούς του Κ. και να υποστεί τελικά ο ασθενής αυτός μόνιμη αναπηρία…”.
Ακόμη, δεν υπάρχει ασάφεια ή αντίφαση ως προς την παραδοχή της αποφάσεως ότι στις 31-3-2007, όταν ο αναιρεσείων εξέτασε τον ασθενή και διαπίστωσε ότι το οπτικό νεύρο ήταν ακέραιο και ο ασθενής δεν είχε καταρράκτη και ότι τότε διαπίστωσε το μέγεθος του προβλήματος και απλά στράφηκε πλέον σε αναζήτηση άλλου εξειδικευμένου ιατρού, καθόσον, φαινομενικά μόνο συνιστά αντίφαση και δεν είναι ικανό να δημιουργήσει κενό ή ασάφεια, γιατί σε κάθε περίπτωση η βασική παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας είναι ότι ο ασθενής μετά την επέμβαση παρουσίαζε κεντρική απόπτωση επιθηλίου κερατοειδούς λόγω κεντρικής τοξικής κερατοπάθειας και των δύο οφθαλμών και η αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής πορείας με κορτιζονούχο φαρμακευτική αγωγή για μεγάλο χρονικό διάστημα θα επέφερε σοβαρές επιπλοκές, αφού ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε ενδοφλέβια πίεση και όπως έγινε ανελέγκτως δεκτό από το Δικαστήριο κατά την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού του κατηγορουμένου, αφενός δεν παρέπεμψε αμέσως αυτός τον ασθενή στον εξειδικευμένο ιατρό Μ. και αφετέρου εξακολουθούσε να συνταγογραφεί κορτιζονούχο αγωγή.
Επομένως, ενόψει τούτων, ο δεύτερος (2ος) λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Ποιν.Δ. για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου λόγω ασαφών και αντιφατικών αιτιολογιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και κατά τα δύο αυτά σκέλη του είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την ενοχή του, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Περαιτέρω, όπως διευκρινίζεται στην προσβαλλομένη απόφαση, το αντικείμενο της δίκης περιορίζεται στον έλεγχο της συμπεριφοράς την οποία επέδειξε ο κατηγορούμενος στην περίπτωση του Δ. Κ. κατά το χρονικό διάστημα από 3-4-2007 μέχρι 24-5-2007, ημερομηνία κατά την οποία ανέλαβε τον ασθενή άλλος χειρουργός οφθαλμίατρος και μόνο για λόγους ιστορικής ενότητας, πληρότητας και συνάφειας κρίθηκε απαραίτητο στο ιστορικό της απόφασης να εκτεθεί το σύνολο των πραγματικών περιστατικών από την ημερομηνία της επέμβασης (20-1-2007).
Άλλωστε, τόσο από το ως άνω σκεπτικό, όσο και από το ως άνω διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε μόνο για την αμελή συμπεριφορά του κατά το χρονικό διάστημα από 3-4-2007 μέχρι 24-5-2007 και όχι για τις προγενέστερες του χρονικού αυτού διαστήματος ενέργειες ή παραλείψεις του, οι οποίες αναφέρονται απλώς και μόνον διηγηματικά χάριν της ιστορικής ενότητας στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και για να τονίσουν την σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 1565/1939 και του Ν. 3418/2005 για το επίδικο χρονικό διάστημα από 3-4-2007 μέχρι 24-5-2007 ευθύνη και ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος ως χειρουργού και θεράποντος μετά την εγχείρηση ιατρού να αποτρέψει κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 3-4-2007 μέχρι 24-5-2007 το επελθόν από την αμελή συμπεριφορά του αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης στον παθόντα.
Κατά συνέπεια, αφού με σαφήνεια προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο αναιρεσείων δεν κρίθηκε ένοχος ούτε καταδικάστηκε για πράξεις ή παραλείψεις του ως γιατρού που έγιναν πριν από τις 3-4-2007 και είχαν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή λόγω επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος σ’ αυτόν στις 3-4-2012, ο πρώτος (1ος) λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και συγκεκριμένα περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 17, 111 και 112 του Π.Κ., ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-3-2015 δήλωση – αίτηση αναιρέσεως του Δ. Ι. του Ι. και της Ό., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 24-3-2015, για αναίρεση της 197/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ